Μανώλης Φραγκάκης: «Έχω γνωρίσει γιατρούς απαίδευτους και βοσκούς σοφούς και νιώθω ευλογημένος και για τα δύο»

μανώλης-φραγκάκης-έχω-γνωρίσει-γιατ-1179781

Aνυπομονώ για τη στιγμή που θα με πετάξουν στη θάλασσα… Αυτή τη φράση θα σου πει, μετά τις πρώτες κουβέντες που θα ανταλλάξεις μαζί του όταν τον συναντήσεις. Κι αυτό, όχι επειδή αγαπάει τη θάλασσα -που, όντως, έχει μια ιδιαίτερη σχέση μαζί της-, αλλά γιατί η ανιδιοτελής προσφορά του στους αδύναμους της κοινωνίας, ελπίζει κάποια στιγμή να είναι παντελώς αχρείαστη. Ο λόγος για τον γιατρό Μανώλη Φραγκάκη, έναν άνθρωπο γνωστό στην πιάτσα των Χανίων, για πολλούς, διαφορετικούς -μα κυρίως ιδιαίτερους- λόγους, o οποίος μίλησε στο InTown Free Press Magazine και τον Περικλή Κουκλάκη

Γεννημένος το 1979 στην Αθήνα, με καταγωγή από το Λασίθι από τη μεριά των γονιών του, ο Μανώλης Φραγκάκης από τα πρώτα χρόνια της ζωής του, μεγάλωσε στα Χανιά όπου και επέστρεψε τελικά μετά τις σπουδές του, για να ασκήσει το ιατρικό του καθήκον, αλλά και να δημιουργήσει τη δική του οικογένεια, όντας πατέρας ενός μικρού κοριτσιού.

Τελειόφοιτος του Πανεπιστημίου Πατρών στο τμήμα της Ιατρικής, επί δύο χρόνια εργάστηκε για την ειδικότητα στο Γενικό Νοσοκομείο Σύρου, ενώ μετά τέλεσε το αγροτικό του στην επαρχία Σελίνου στα Χανιά, σε Κάντανο, Κουντούρα, Παλαιόχωρα κλπ.. Τελικά την ειδικότητά του την ολοκλήρωσε στο Γενικό Νοσοκομείο Χανίων, ως Ειδικός Παθολόγος με μετεκπαίδευση στην επείγουσα προ-νοσοκομειακή Ιατρική.

Από το 2009, εργάζεται αδιάλειπτα ως γιατρός αρχικά στον Δημόσιο και μετέπειτα στον ιδιωτικό τομέα, όπου τον βρίσκουμε σήμερα να είναι υπεύθυνος του παθολογικού, στην ιδιωτική κλινική IASIS των Χανίων.

Η δράση του σαν γιατρός, δεν σταματά όμως στην εργασία, που του εξασφαλίζει τα «προς το ζην», καθώς τα τελευταία χρόνια ηγείται της εθελοντικής πρωτοβουλίας και εξετάζει ασθενείς στο Κοινωνικό Ιατρείο-Φαρμακείο Χανίων.

Αν ρωτήσεις τον ίδιο πάντως, «ποιος είναι τελικά ο Μανώλης Φραγκάκης;», «ένας άνθρωπος» θα σου πει, ένας γιατρός που κάνει αυτό για το οποίο ορκίστηκε στον Ιπποκράτη· συμπαραστέκεται σε όλους και προσπαθεί να θεραπεύσει τις σωματικές και ενίοτε -αν και άλλης ειδικότητας- ψυχικές πληγές τους. Οι περισσότεροι τον ξέρουν ως τον «Μανώλη τον γιατρό», χωρίς ούτε καν επίθετο, αποκαλύπτει. Κι αυτό τον χαροποιεί ιδιαίτερα, του δίνει κίνητρο να συνεχίσει να προσφέρει, κυρίως για αυτούς που χαρακτηρίζονται ως “αδύναμοι” του κόσμου μας.

Γιατί επέλεξες να ακολουθήσεις την Ιατρική, υπήρξε κάποιο ερέθισμα που σε ώθησε να επιλέξεις αυτό το επάγγελμα, κάποιος στην οικογένεια ίσως;

Στην οικογένεια δεν υπήρξε κάποιος γιατρός τότε, θυμάμαι όμως ότι από νωρίς, όταν κατάλαβα ότι τελικά δεν μπορώ να γίνω αστροναύτης (το παιδικό μου όνειρο) όπως θέλαμε όλα τα παιδιά της γενιάς μου, στη συνέχεια χωρίς να έχω κάτι ιδιαίτερο σαν ερέθισμα, ένιωσα να με ελκύει. Ένιωθα την ανάγκη της προσφοράς και μέσω της επιστήμης. Για κάποιον που θέλει να γίνει γιατρός όμως, είναι αδύνατο να αντιληφθεί, πόσο μεγάλος, ανηφορικός και ατελείωτος φαντάζει αυτός ο δρόμος. Με τους συμφοιτητές μου στη σχολή τότε, λέγαμε ότι ψυχορραγούσαμε, δίνοντας όλον τον εαυτό μας εκεί. Θυσιάζεις πολλά πράγματα, κυρίως από την προσωπική σου ζωή.

Από κει και πέρα όμως, έχεις να κάνεις με κάτι το ιερό, την ανθρώπινη ζωή και την προστασία της, αλλά παράλληλα και με τον ανθρώπινο πόνο και την απώλεια. Αυτό που πρέπει να καταφέρνει κάθε γιατρός, είναι να μπορεί να βγάζει την άσπρη ποδιά της εργασίας, να μπορεί να ξεπερνάει τα πολύ δυσάρεστα που ενδέχεται να συμβούν και, εν τέλει, στην κοινωνία να μπορεί να βγαίνει πλέον ως ένας κανονικός άνθρωπος.

Ο γιατρός πώς θωρακίζει τον εαυτό του από αυτό, που φαντάζομαι είναι και το πιο ψυχοφθόρο για τον ίδιο;

Πρέπει να έχεις δυνάμεις για να μην “κρασάρεις” σαν επιστήμονας και να μην καταλήξεις τελικά να χάσεις τον εαυτό σου, προσπαθώντας να σώσεις κάποιους ανθρώπους, να τους κρατήσεις ή ακόμα και να τους επαναφέρεις στη ζωή. Βέβαια, όταν από τη μια υπάρχει ο θάνατος και από την άλλη η ζωή και σε αυτά τα δύο, όταν κάποιος παρεμβαίνει να σώσει έναν συνάνθρωπό του, μπορεί κάποιες στιγμές να θεωρήσει τον εαυτό του ως κάτι το τεράστιο (!). Υπάρχουν πάρα πολλά “καλάμια” που μπορεί κανείς να “καβαλήσει” στη ζωή του… το μεγάλο στοίχημα είναι να μην το κάνει. Στην ουσία της επιστήμης και των πράξεών μας, είμαστε απλά άνθρωποι που κάνουμε αυτό το έργο. Αντίθετα, είναι πολύ δύσκολο το να παρασύρεται συναισθηματικά ένας γιατρός – και αλίμονο αν δεν το πάθει-, όταν βρίσκεται μπροστά σε κάποια πολύ δυσάρεστη περίπτωση. Και στις δύο περιπτώσεις, ο γιατρός πρέπει να βρει τη δύναμη να επανέλθει σύντομα, είτε από την υπέρτατη χαρά του που έσωσε κάποιον, είτε από την πολύ μεγάλη θλίψη που έχασε έναν άνθρωπο.

Το κομμάτι της “ιατρικής ευθύνης”, κατά πόσο απασχολεί ή και επηρεάζει έναν γιατρό για την άσκηση των καθηκόντων του;

Την ευθύνη εγώ τη νιώθω είτε πρόκειται για κάποιον ασθενή, είτε ακόμα και για κάποιον που ενδεχομένως να μη ζητήσει άμεσα τη βοήθειά μου. Είναι δύσκολο να περιγράψω τα συναισθήματά μου για κάποιον που αντιμετωπίζει ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα και μου ζητάει βοήθεια. Αυτό μεταφέρεται στο μέσα μου και με κάνει να νιώθω ότι οφείλω να κάνω οτιδήποτε μπορώ για να τον βοηθήσω. Νομίζω αυτό είναι τελικά η ευθύνη. Να εξαντλήσεις τα περιθώρια και να κάνεις το ανθρωπίνως δυνατό. Κάτι τέτοιο θα έπρεπε να γίνεται και αντιστρόφως από τον ασθενή προς τον ιατρό, πράγμα που τις περισσότερες φορές δεν συμβαίνει.

Έχω νιώσει ευθύνες άλλων να πέφτουν πάνω μου. Μία σύντομη ιστορία που μου έχει συμβεί το περιγράφει γλαφυρά αυτό: κάποια στιγμή συνάντησα κάποιον στο Νοσοκομείο μας και, χωρίς να με ξέρει, άρχισε να με κατηγορεί -γενικότερα σαν γιατρό- για τα καρδιολογικά προβλήματα που αντιμετώπιζε. Μου έλεγε, «εσείς οι γιατροί, δεν κάνετε τίποτα και ενώ έχει προχωρήσει η επιστήμη, δε μου δίνεται ένα χάπι για να γίνω καλά». Τόσο πολύ το είχε απλοποιήσει στο μυαλό του και μου το απηύθυνε σε έντονο ύφος, χωρίς να με γνωρίζει κιόλας. Σε ήρεμο ύφος, γυρνάω προς το μέρος του και του λέω: «Αρχικά, με λένε Μανώλη, μιας και δεν γνωριζόμαστε, καταλαβαίνω αυτό που νιώθεις, αλλά πες μου εσύ τι κάνεις; Καπνίζεις;», «καπνίζω πολύ», μου λέει, «βγαίνεις έξω, πίνεις κούπες, τρως τα κρέατά σου;», και μου απαντάει «γιατρέ μου, μια ζωή την έχουμε»! «Αυτή τη στιγμή όμως, τη δική σου τη ζωή, την κάνεις ευθύνη δική μου, ενώ εσύ δεν προσπαθείς τίποτα για σένα», του απάντησα.

Είναι αυτό που με λυπεί αφάνταστα, να πετάμε ευθύνες σε άλλους που δεν τους αναλογούν. Αντίθετα, χαίρομαι με ανθρώπους που αναλαμβάνουν πλήρως την ευθύνη, όποια και αν είναι αυτή. Ακόμα και εκείνοι που διαπράττουν ένα έγκλημα και ομολογούν, αντιμετωπίζοντας τις ποινές που ορίζει η δικαιοσύνη.

Η δική σου καθημερινότητα με την Ιατρική δεν περιορίζεται όμως σε ένα ιατρείο, σε μια κλινική, σε ένα νοσοκομείο…

Αν ξεκινήσω από την αρχή, από την αποφοίτησή μου από το Πανεπιστήμιο, σε καμία περίπτωση δε φανταζόμουν πως θα εφαρμοστεί το κομμάτι της ιατρικής στη ζωή μου. Στην αρχή, σκεφτόμουν, ότι θα έχω ένα ιατρείο, ή θα είμαι σε ένα νοσοκομείο, θα έχω ένα σταθερό ωράριο και ούτω καθεξής… Αυτό φυσικά δεν υπήρξε ποτέ. Ξεκίνησα την ιατρική ως επάγγελμα, σε δύσκολα χρόνια, με αρκετή κούραση, αρκετά συναισθήματα που σε καταβάλλουν σωματικά και ψυχικά. Αυτά ήταν ταυτόχρονα και τα πιο ωραία χρόνια. Είναι ένα σχολείο που σου μένει για πάντα.

Μετά το Νοσοκομείο Χανίων, παρότι έκανα προσπάθειες να μείνω στη δημόσια υγεία, εντέλει ανέλαβα πόστο στον ιδιωτικό τομέα όπου είμαι μέχρι και σήμερα. Τότε περίπου, κάνοντας το αγροτικό μου στην επαρχία Σελίνου, έγινα μέλος στους «Γιατρούς του Κόσμου», εξετάζοντας μία φορά τη βδομάδα στα Χανιά, όσους είχαν ανάγκη. Με τράβηξε αυθόρμητα και ένιωσα πως μου ταίριαξε. Μετέπειτα, κατά το 2013 περίπου, έμαθα για τη δράση του «Κοινωνικού Ιατρείου-Φαρμακείου Αλληλεγγύης Χανίων (ΚΙΦΑΧ)» στα Χανιά και αποφάσισα να αναλάβω δράση εκεί, καθώς με τράβηξε περισσότερο. Είναι μια τελείως διαφορετική κατάσταση, γιατί έρχομαι σε επαφή με αρκετό κόσμο, κυρίως από τα “κάτω”. Με άστεγους, με πρόσφυγες και μετανάστες, με οικογένειες που ζουν πολύ κάτω από τα όρια της φτώχειας. Έχω μπει σε σπίτια που έχουν κάτω χώμα, ούτε καν τσιμέντο, ενώ από την άλλη έχω μπει και σε υπερπολυτελείς βίλες, που δεν φανταζόμουν ότι μπορεί να υπάρχουν. Ανάμεσα στα δύο αυτά “άκρα”, υπάρχουν τεράστιες ταξικές διαφορές, που σε κάνουν και συνειδητοποιείς πολλά πράγματα.

Θα ήθελα να μου περιγράψεις το Κοινωνικό Ιατρείο μέσα από τα δικά σου μάτια.

Αρχικά, να σου πω ότι το Κοινωνικό Ιατρείο είναι οι άνθρωποί του, οι ασθενείς και οι εθελοντές που το κρατάνε “ζωντανό”. Χωρίς τη βοήθεια των εθελοντών που έχουμε στην πόλη, οι οποίοι έρχονται ανελλιπώς, από το 2012 έως και σήμερα, δεν θα μπορούσε να στηθεί καμιά τέτοια δομή. Είναι άνθρωποι οι οποίοι κάνουν αλληλεγγύη, αφήνοντας πολλά πράγματα στη ζωή τους. Θα μπορούσαν να είναι στο σπίτι τους ή οπουδήποτε αλλού, αλλά έχουν επιλέξει να βρίσκονται εκεί και αυτό είναι κάτι πολύ σπουδαίο για μένα. Στα τεχνικά-αριθμητικά χαρακτηριστικά της δομής έχω να πω πως, από το 2012 έως και σήμερα, έχουμε ανοίξει περίπου 1.400 φακέλους ασθενών. Ο κάθε φάκελος, όμως μπορεί να έχει και αρκετά μέλη μιας ίδιας οικογένειας.

Κάποιοι άνθρωποι έχουν έρθει, έχουν τύχει τις μέριμνας που προσφέρουμε και έχουν σταματήσει τις επισκέψεις. Υπάρχουν βέβαια και άνθρωποι που συνεχίζουν να έρχονται, δεν είναι σταθερός ο αριθμός των ασθενών μας, καλώς ή κακώς επηρεάζεται από τις συνθήκες κάθε περιόδου. Σε μια τακτική βάση, το τελευταίο διάστημα υποδεχόμαστε περίπου 60-70 τον μήνα, σημαντικά λιγότερους σε σχέση με παλιότερα και δη στην έναρξη λειτουργίας της δομής, εν μέσω οικονομικής κρίσης. Τότε είχαμε 100-150 ανθρώπους μηνιαίως. Βέβαια ανησυχούμε ιδιαίτερα και πάλι, τώρα που έρχεται χειμώνας και υπάρχει μεγάλη ανησυχία και αβεβαιότητα για την οικονομική λαίλαπα που θα συνοδεύσει τις επιπτώσεις της πανδημίας. Νομίζω ότι τους επόμενους μήνες ο κόσμος θα αντιμετωπίζει πολύ σοβαρά οικονομικά προβλήματα, θα υπάρξει αύξηση της φτώχειας και ξέρουμε πως θα πλήξει αυτό τα ασθενή οικονομικά στρώματα. Το Κοινωνικό Ιατρείο θα έχει και πάλι πολύ μεγάλη προσφορά και θα κληθεί να επιδείξει τον μεγάλο ρόλο που έχει για μέριμνα στους αδύναμους πολίτες.

Οι αριθμοί σίγουρα σοκάρουν. Ποια εικόνα έχει χαραχθεί βαθιά στη μνήμη σου, από αυτές που ζεις καθημερινά με τους ανθρώπους αυτούς;

Δεν έχει μόνο δύσκολες στιγμές το ΚΙΦΑΧ, παρά τις συνθήκες που επικρατούν σε σχέση με τους ασθενείς του. Όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, έχει και πολύ όμορφες στιγμές. Μία από αυτές που θυμάμαι πιο έντονα και με συγκίνησε πάρα πολύ, ήταν τα προηγούμενα Χριστούγεννα. Μία τετραμελής οικογένεια από τη Βουλγαρία, που παρακολουθώ από το 2013 κάθε μήνα μία φορά, ήρθε λίγο πριν τις γιορτές στο ιατρείο, όλοι ντυμένοι με πολύ όμορφα και επίσημα γιορτινά ρούχα.

Έρχεται λοιπόν ο μπαμπάς και μου λέει ότι δεν ήρθε για εξέταση ή φάρμακα, μου αφήνει ένα φάκελο, μου εύχεται “Καλά Χριστούγεννα” και φεύγουν. Ο φάκελος μέσα είχε ένα μικρό σημείωμα που έλεγε: “Έχουμε βάλει μέσα 65 ευρώ από οικονομίες που κάνουμε πάρα πολύ καιρό. Να τις χρησιμοποιήσετε για να βοηθήσετε ανθρώπους που είναι πιο δύσκολα από εμάς”. Όπως είναι λογικό αυτό με συντάραξε, ήταν πάρα πολύ όμορφο. Κατάλαβα πόση πολλή δύναμη δίνει το Κοινωνικό Ιατρείο, μέσα από τέτοιους ανθρώπους, καθημερινά.

Μιλάς για το Κοινωνικό Ιατρείο και θα έλεγε κανείς, ότι καμαρώνεις. Ο κλάδος, η ιατρική κοινότητα πώς αντιμετωπίζει την παράλληλη, ανιδιοτελή δράση σου;

Πιστεύω πως ένας γιατρός δεν πρέπει μόνο να γνωρίζει και να ασκεί την ιατρική επιστήμη, οφείλει και πρέπει κατά τη γνώμη μου να κάνει και άλλα πράγματα. Θυμάμαι κάτι που μου είχε πει η Διευθύντριά μου στο νοσοκομείο Χανίων: “Ένας γιατρός δε δύναται πάντοτε να θεραπεύει, δύναται όμως πάντοτε να παρηγορεί”. Αυτή η φράση, με συγκίνησε και με συγκλόνισε όταν την πρωτο-άκουσα και έκτοτε την κρατάω και τη σκέφτομαι πάντα, στις δύσκολες περιπτώσεις.

Όταν πρέπει να συνεργαστούμε, οποιαδήποτε διαφορά -προσωπική, ιδεολογική, ταξική- που μπορεί να υπάρχει με έναν γιατρό, πρέπει να ξεπερνιέται και να στεκόμαστε απέναντι στο πρόβλημα με όλη μας τη δύναμη, έτσι ώστε να τα καταφέρουμε. Όμως, θα ήθελα η ιατρική κοινότητα γενικότερα να έχει το πρόσωπο του ανθρωπισμού, της αλληλεγγύης σε μεγαλύτερο βαθμό και να το εκπέμπει ποικιλοτρόπως.

Υπάρχουν και τώρα -όπως παραδοσιακά υπήρχαν-, γιατροί στα Χανιά που σημαία τους ήταν η αλληλεγγύη και μόνο αυτή. Από αυτούς μάθαμε και μαθαίνουμε πράγματα, οδηγούν με έναν άλλο τρόπο τη ζωή τους. Έναν τρόπο που δεν είναι στα στερεοτυπικά «πρότυπα» ενός γιατρού. Για μένα δεν έχει ουσία και αξία το πόσο κοστίζει ένα αυτοκίνητο, ένα σπίτι, αλλά το τι έχει ένας άνθρωπος μέσα του. Υπάρχουν συνάδελφοι που στρέφονται ενάντια σε οτιδήποτε απειλεί την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και στέκονται εκεί με κάθε τους κύτταρο. Αυτούς τους θεωρώ μεγάλο σχολείο.

Η βασική διαφορά εντοπίζεται σε εκείνους που βλέπουν τον άνθρωπο σαν πελάτη και όχι ως ασθενή. Ε, με αυτούς εγώ συνήθως έχω πρόβλημα, δεν μπορώ να τους αντιληφθώ. Σαφέστατα, ο καθένας έχει δικαίωμα να πράξει όπως αυτός θέλει, απ’ αυτό κρινόμαστε όλοι μας άλλωστε… Θα ήθελα όμως να έχουμε ένα άλλο βλέμμα στους ανθρώπους οι γιατροί. Η ιατρική επιστήμη είναι κάτι καταπληκτικό, μοναδικό, από τη βάση του, είναι ανθρωποκεντρική, αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε. Έχω γνωρίσει γιατρούς απαίδευτους και βοσκούς σοφούς και νιώθω ευλογημένος και για τα δύο μου βιώματα.

Για σένα τι σημαίνει «αλληλεγγύη»; Πώς τη βιώνεις;

Η κοινωνία μας κινδυνεύει να σκάσει από έλλειψη οξυγόνου, είναι τραυματισμένο το σπίτι μας, η οικονομίας μας, η υγεία μας. Είναι τραυματισμένη η ηθική μας, γιατί η κρίση που ζούμε είναι και ηθική. Υπάρχουν απαντήσεις όμως. Να δώσουμε το στίγμα της αλληλεγγύης. Η αλληλεγγύη έχει πολιτικό πρόσημο. Είναι πολιτική θέση, δεν είναι φιλανθρωπία.

Αλληλεγγύη είναι να μη μπορείς να μείνεις αμέτοχος σε οποιαδήποτε εκμετάλλευση, σε οποιαδήποτε αδικία, σε οτιδήποτε μαύρο. Αυτό πρέπει να είναι μια μεγάλη συζήτηση στις ημέρες που έρχονται, γιατί η αλληλεγγύη είναι ο μόνος δρόμος σήμερα, για κάθε ανισότητα. Η κοινωνία μας στέκεται όρθια, γιατί υπάρχουν άνθρωποι που βάζουνε τη ζωή τους ίσα με τους υπόλοιπους. Και δεν είναι καθόλου εύκολο αυτό.

Θυμάμαι παλαιότερα στο χωριό, όταν μαζεύαμε τα αμύγδαλα και ερχόντουσαν όλες οι γιαγιάδες του χωριού να κάτσουν σε μια πέτρα να σπάνε μύγδαλα για να βοηθήσουν τη δική μου γιαγιά να τελειώσει. Χωρίς κάλεσμα, χωρίς κόπο, χωρίς μπράβο μετά.

Αυτή είναι η ουσία της ζωής, αυτή είναι και η αλληλεγγύη για μένα. Μία λέξη που είναι ιερή, και που μάταια κάποιοι τα τελευταία χρόνια προσπαθούν να την μαγαρίσουν- δεν θα τα καταφέρουν.

Ξέρω όμως ότι πολύ συχνά καλείσαι να προσφέρεις τις υπηρεσίες σου και σε πρόσφυγες-μετανάστες που φτάνουν κατά καιρούς στον τόπο μας. Ποια είναι η αντιμετώπιση που έχεις ,τόσο από τους ανθρώπους αυτούς, όσο και από την τοπική κοινωνία;

Είναι σίγουρα μία πολύ δύσκολη κατάσταση, η οποία έχει χρονίσει. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν αυτοί οι άνθρωποι για να μπουν σε μία βάρκα μαζί με την οικογένειά τους, να περάσουν τη Μεσόγειο, κάτω από εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, γνωρίζοντας παράλληλα ότι υπάρχει μεγάλο ρίσκο και γνωρίζοντας επίσης, ότι η συγκεκριμένη θάλασσα έχει γίνει ένας τεράστιος τάφος ανθρώπων, καταλαβαίνει κανείς ότι είναι ανείπωτα. Παρόλα αυτά, η δική μου παρουσία έχει να κάνει με την αίσθηση που έχω -και είναι αποκλειστικά δική μου-, ότι ένας γιατρός δε μπορεί να μείνει αμέτοχος σε μία τέτοια κατάσταση.

Έχω ζήσει διάφορα… Υπάρχουν άνθρωποι που μας βλέπουν σαν σωτήρες, υπάρχουν και άλλοι που μας αντιμετωπίζουν καχύποπτα, επειδή ίσως κανείς δεν τους έχει φερθεί με ανάλογο τρόπο στη ζωή τους. Εσφαλμένα πάντως, πολλές φορές μένει η εντύπωση πως κάναμε οτιδήποτε ήταν ανθρωπίνως δυνατό να γίνει. Δεν είναι όμως η πραγματικότητα αυτή. Για παράδειγμα όταν βλέπω ένα μωρό παιδί το οποίο έχει βγει μέσα από μία βάρκα, με διάφορα εγκαύματα από τον ήλιο, αφυδατωμένο ή με κάποια ασθένεια που προέκυψε λόγω αυτής της ταλαιπωρίας, δεν νοιώθω ικανοποιημένος επειδή απλώς το εξέτασα ή επειδή με κάποιους άλλους ανθρώπους πήγαμε τρόφιμα, φάρμακα, ρούχα κλπ. Πάντοτε, το συγκρίνω με το παιδί που έχω στο σπίτι μου. Η κατάσταση αυτή είναι πάρα πολύ επώδυνη για μένα και για όλους εμάς.

Έχω διαπληκτιστεί αρκετές φορές με πρόσφυγες ή μετανάστες και κάποιες φορές και αρκετά σοβαρά, για το πως αντιμετωπίζουν οι ίδιοι τους εαυτούς τους αλλά και τα παιδιά τους. Σε καμία περίπτωση δεν είμαι από αυτούς που λένε ότι ο κάθε πρόσφυγας, ή ο κάθε μετανάστης είναι καλός ή κακός, δεν είναι ο ρόλος μου αυτός και δεν με αφορά να το κάνω. Εγώ έχω πάντα στο μυαλό μου την ταλαιπωρία που έχει περάσει ο άλλος, αλλά δε μπορώ να μη σκεφτώ και την κοινωνία που εκπροσωπώ, η οποία είναι φοβική για συγκεκριμένους λόγους. Από τη συναναστροφή μου κατάλαβα πως δεν κάνω τίποτα σπουδαίο. Είμαι, είμαστε όλοι όσοι προσφέρουμε εθελοντικά αυτές τις υπηρεσίες, ένα στιγμιαίο χαρτομάντιλο που θα σκουπίσει τα δάκρυα τους, κι έπειτα θα συνεχίσουν τον γεμάτο ταλαιπωρία, αγωνία και φόβο, δρόμο τους. Έτσι νιώθω.

Πέρα από τους ανθρώπους εκείνους, που έρχονται και φεύγουν, υπάρχουν και άλλοι που ζουν εδώ στον τόπο μας μόνιμα. Η μέριμνα που τους προσφέρουν οι εθελοντικές δομές αλληλεγγύης, όπως το ΚΙΦΑΧ, τι κενό καλύπτει, που δεν εκπληρώνεται από την Πολιτεία;

Εμείς είμαστε μία γενιά που ουσιαστικά δεν μας έλειψε κάτι. Είχαμε στέγη, φαγητό, διακοπές, δώρα… Δεν μπορούσαμε να διανοηθούμε ότι στους κάδους που πετάμε τα σκουπίδια μας, εκεί μπορεί να ψάχνουν άνθρωποι για να φάνε… Μεγαλώσαμε αρκετά καλά, αλλά αυτό σιγά-σιγά άρχισε να αλλάζει. Άνθρωποι άρχισαν να βιώνουν μια καθημερινή αγωνία για το τι θα φάνε και το τι θα ταΐσουν τα παιδιά τους, παραμελώντας σημαντικά το κομμάτι της υγείας, πράγμα επόμενο σε τέτοιες συγκυρίες.

Αυτό άρχισε να γίνεται όλο και πιο έντονο από τότε που μπήκαμε στην πολιτική των μνημονίων. Όταν ξεκίνησε όλο αυτό, ήρθε το πρώτο σοκ για μας που ξέραμε τι είναι τα μνημόνια και το ΔΝΤ διαβάζοντας βιβλιογραφία, παρακολουθώντας ειδήσεις από άλλες χώρες, όπως η Αργεντινή, η Ρουμανία, η Τουρκία, η Βολιβία. Γιατί αυτά που διαβάζαμε και μας φαινόντουσαν απίστευτα και πολύ μακριά από εμάς, αναλογιζόμασταν ότι θα τα δούμε σύντομα κι εδώ, όπως τελικά τα είδαμε και τα ζήσαμε. Έχουμε δει κατά καιρούς και μέσα από το ΚΙΦΑΧ, αληθινές ιστορίες και μεγάλα δράματα, με ανθρώπους που ζουν πολύ κάτω από το όριο της φτώχειας. Κι αν ο πολύς κόσμος νομίζει ότι αυτοί είναι μόνο μετανάστες η αλλοδαποί αραβικής, αλβανικής ή βουλγαρικής καταγωγής, σίγουρα δεν είναι καλά ενημερωμένος. Υπάρχουν αρκετοί Χανιώτες, ντόπιοι συμπολίτες μας που ζουν υπό τέτοιες συνθήκες καθημερινά και… αθόρυβα.

Για αυτούς έχει υπάρξει μία υποτυπώδης μέριμνα. Προφανώς δεν αρκεί…

Δεν αρκεί… Το αρχικό ερώτημα όμως είναι γιατί υπάρχουν. Υπάρχουν γιατί δεν υπάρχει κράτος πρόνοιας, υπάρχουν γιατί υπήρξε μία πολύ μεγάλη κοινωνική αδικία σε σχέση με τις πολιτικές οι οποίες ασκήθηκαν όλα αυτά τα χρόνια. Δύο πράγματα θέλω στη ζωή μου: κράτος πρόνοιας και δικαιοσύνη. Αν κατακτήσουμε αυτά, θα είναι σαφώς καλύτερη η ζωή για όλους. Κράτος πρόνοιας για όλους και δικαιοσύνη οριζόντια και καθολική, για όλον τον κόσμο. Και ανυπομονώ για τη στιγμή που θα υπάρξει ένα κράτος πρόνοιας τέτοιο που ανθρώπους σαν και εμένα, θα μας πετάξει στη θάλασσα και θα μας πει “είστε περιττοί”. Θα αργήσει -αν έρθει ποτέ-, αλλά εγώ το περιμένω… Περιμένω κι εύχομαι να είμαστε εμείς οι δημιουργοί αυτού του νέου κόσμου, της ισότητας, της αλληλεγγύης, του μοιράσματος στα ίσα.

Σχετικά με την πανδημία Covid-19 που δείχνει για δεύτερη φορά τα δόντια της, πώς εκτιμάς ότι έχουν τα πράγματα; Πόσο σύντομα θα ζήσουμε μια «μετά-κορωνοϊού» εποχή;

Το καλό σε σχέση με τον Φεβρουάριο είναι ότι έχουμε απαντήσει αυτούς τους 9 μήνες σε πολλά ερωτηματικά. Θα πρέπει σίγουρα να περιμένουμε το εμβόλιο ή αν -είμαστε τυχεροί- μία μετάλλαξη του ιού, που θα τον κάνει να εξασθενήσει και εντέλει να εξαφανιστεί. Προσωπικά ελπίζω στο δεύτερο σενάριο. Μέχρι να γίνει αυτό όμως, θα πρέπει να υπάρξει η καθολική χρήση μάσκας και δυστυχώς η απόσταση μεταξύ των ανθρώπων. Κι εμένα μου λείπει πολύ η αγκαλιά, μου λείπουν οι βόλτες μου έξω, μου λείπει η ανεμελιά που είχα πριν, αλλά οφείλουμε, ειδικά τώρα τον χειμώνα, να φοράμε τη μάσκα και να κάνουμε τα απαραίτητα για να πάμε μπροστά τις ζωές μας. Υπάρχουν βέβαια και κάποιες διαφορετικές φωνές, δυστυχώς ανάμεσά τους και κάποιων γιατρών. Δεν είναι πολλοί, επειδή όμως είναι γιατροί, ακούγονται πιο δυνατά από άλλους και για αυτόν ακριβώς τον λόγο χρησιμοποιούνται από τις «θεωρίες συνωμοσίας» ώστε να κερδίσουν μια δήθεν αξιοπιστία.

Για μένα οι περισσότεροι από αυτούς δεν έχουν καλές προθέσεις. Μη νομίζει κανείς ότι αρνούνται την ύπαρξη του ιού επειδή είναι φιλεύσπλαχνοι, φιλάνθρωποι ή επαναστάτες. Αδιαμφισβήτητα υπάρχει ο ιός. Υπάρχει και σκοτώνει. Έχουμε αναπτύξει ανοσία έναντι του ιού; Προφανώς και όχι. Ακόμα και αν κάποιος κολλήσει τον ιό, αυτό που φαίνεται με τα έως τώρα δεδομένα, είναι ότι τα αντισώματα τα οποία θα τον προστατεύσουν κρατάνε για ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Οφείλουμε να προστατευόμαστε, όχι τόσο για να μην κολλήσουμε εμείς τον ιό, εφόσον δεν ανήκουμε σε μία ευπαθή ομάδα, αλλά -κυρίως- για να μην τον μεταδώσουμε σε άλλους ανθρώπους. Εμείς είμαστε Μεσόγειοι, έχουμε πολύ στενή σχέση με τους ηλικιωμένους, με τους παππούδες και τις γιαγιάδες μας και αυτούς πρέπει να προστατεύσουμε, κατά βάση.

Αν δεν ήσουν γιατρός, ούτε αστροναύτης που ονειρευόσουν μικρός, τι θα ήσουν;

Νομίζω ότι θα έκανα κάτι σε σχέση με τη θάλασσα, θα με βοηθούσε πάρα πολύ το να είμαι κοντά στο νερό. Έχω περάσει πάνω από 1.200 ώρες κάτω από τον βυθό και χιλιάδες ώρες στη θάλασσα! Ωστόσο, σίγουρα δε θα ήμουν ψαράς. Τόσα χρόνια δεν έχω βγάλει ούτε λέπι, παρότι είμαι παμφάγος (γέλια). Δε νομίζω ότι θα μπορέσω να ψαρέψω ποτέ, δεν αισθάνομαι καλά να το κάνω. Ίσως πάλι, να ήμουν μουσικός. Με τη μουσική δημιουργείς πολύ όμορφες, συγκλονιστικές εικόνες για το παρόν και το παρελθόν, για την ιστορία κι αυτό με συγκινεί πάρα πολύ. Από μικρός έκανα διάφορα πράγματα στη μουσική, έχω βγάλει σχολή αρμονίου, ασχολήθηκα με την κιθάρα, ενώ έπαιζα και σε μαγαζιά ένα διάστημα. Τα ακούσματά μου ήταν διαφορετικά, μεγάλωσα με rock μουσική, κυρίως, μα μέσω της κρητικής μουσικής, αντιλαμβάνεσαι ότι η ποίηση που αντλείται από τον τόπο αυτόν είναι ανεξάντλητη, ατελείωτη, καθημερινή. Τα τελευταία χρόνια έχω “κολλήσει” με το λαούτο. Με ελκύει η κρητική παραδοσιακή μουσική, αγαπώ το νησί μας.

Κι αν όχι στα Χανιά, που αλλού θα μπορούσες να ζεις;

Πέρασα δύο πολύ όμορφα χρόνια της ζωής μου στη Σύρο, γνώρισα υπέροχους ανθρώπους εκεί, εξακολουθώ να έχω πολλούς φίλους που με περιμένουνε να πάω, οπότε εκεί είναι σίγουρα ένας τόπος που θα επέλεγα να ζήσω.

Αν όχι στην Ελλάδα, νομίζω η Λατινική Αμερική θα μου ταίριαζε πολύ. Έχω πάει, έζησα έναν μήνα στη Βενεζουέλα και οι άνθρωποι, η διαχείριση της καθημερινότητάς τους, η διαχείριση της φτώχειας τους, ήταν κάτι το πρωτόγνωρο για μένα. Βίωσα το πώς είναι να διασκεδάζεις τη φτώχεια, χορεύοντας και φλερτάροντας, διασκεδάζοντας με κάθε τρόπο χωρίς χυδαιότητα και ένιωσα όλο αυτό να με εξιτάρει.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Ακολουθήστε το ZARPANEWS.gr
στο Google News και στο Facebook