Φτάνει τα 15 δισ. το κόστος από τη φυγή επιστημόνων στην Ελλάδα των μνημονίων

φτάνει-τα-15-δισ-το-κόστος-από-τη-φυγή-επι-160729

Στα 15 δισ. ευρώ έφτασε το «κόστος» για την Ελλάδα, από τη φυγή των νέων επιστημόνων στο εξωτερικό (brain drain) κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης. Στη διάρκεια της πρόσφατης κρίσης (2008-2016) έχει υπολογιστεί πως περίπου 450.000 Έλληνες επιστήμονες (με διαφορετικό κοινωνικοοικονομικό προφίλ συγκριτικά με το παρελθόν) έφυγαν για το εξωτερικό στο πλαίσιο αναζήτησης εργασίας υψηλής εξειδίκευσης, έχοντας βρεθεί αντιμέτωποι με υψηλά ποσοστά ανεργίας, περικοπές μισθών και μειωμένες κοινωνικές παροχές.

Η μετακίνηση αυτή κόστισε πάνω από 15 δισεκατομμύρια ευρώ στην ήδη πληγωμένη ελληνική οικονομία. Μόνο το 2017,στην ΕΕ των 28 κρατών μελών μετακινήθηκαν σχεδόν 17 εκατομμύρια άτομα (το 32% των οποίων ανήκαν στην ηλικιακή κατηγορία 15-34) κυρίως προς τη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Το 25% των μετακινηθέντων ηλικίας 15-64 ετών είχε πτυχίο ανώτατης εκπαίδευσης και στράφηκε προς τις βόρειες χώρες (π.χ. Σουηδία, Δανία, Ιρλανδία). Όλα τα παραπάνω στοιχεία περιέχονται στην ετήσια έκθεση 200 σελίδων της Αρχής Αξιολόγησης της Ανώτατης εκπαίδευσης η οποία παραδόθηκε στη Βουλή. Η έκθεση περιέχει εξαιρετικά ενδιαφέροντα στοιχεία για την Ανώτατη εκπαίδευση  στη χώρας μας όπως για παράδειγμα:

  1. Tο ποσοστό των κατόχων πτυχίου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στις ηλικίες 25-34, βρίσκεται κοντά στον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ: 43% έναντι 44% στον ΟΟΣΑ. 2.Αναφορικά με το φύλο, οι γυναίκες με πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα υπερτερούν αριθμητικά των ανδρών κατά 16%.
  2. Ταυτόχρονα όμως η ανεργία πτυχιούχων γυναικών στην Ελλάδα τείνει σε διπλάσιο ποσοστό απ’ αυτό των ανδρών
  3. Η Ελλάδα περιλαμβάνεται μαζί με την Ισπανία, το Ηνωμένο Βασίλειο (Αγγλία, Ουαλία, Βόρεια Ιρλανδία),τη Σερβία, την Εσθονία, τη Λιθουανία, τη Λετονία, την Ιρλανδία και την Τσεχία στις χώρες με τις μεγαλύτερες μειώσεις στη δημόσια χρηματοδότηση των ΑΕΙ.

Tα σημαντικότερα στοιχεία της έκθεσης

Από τα στοιχεία του ΟΟΣΑ και της Eurostat προκύπτει ότι το επίπεδο εκπαίδευσης του πληθυσμού, διεθνώς, εμφανίζει διαχρονικά ανοδική τάση, τόσο στις ηλικίες 25-34 όσο και στις ηλικίες 25-64.Στην Ελλάδα το ποσοστό των κατόχων πτυχίου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στις ηλικίες 25-34, βρίσκεται κοντά στον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ: 43% έναντι 44% στον ΟΟΣΑ. Αντίθετα, στις ηλικίες 25-64 το ποσοστό των κατόχων πτυχίου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης υπολείπεται σημαντικά: 32% έναντι 39% στον ΟΟΣΑ. Αναφορικά με το φύλο, οι γυναίκες με πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα (επίπεδα 5-8) υπερτερούν αριθμητικά των ανδρών κατά 16%.

Η Ελλάδα βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις των χωρών του ΟΟΣΑ τόσο στην απασχόληση των πτυχιούχων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ηλικίας 25-64 (74%) όσο και των νέων αποφοίτων ηλικίας 25-34 (70%) (επίπεδα 5-8) απέχοντας 14 ποσοστιαίες μονάδες από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ. Ωστόσο, η κατοχή μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών αυξάνει τις πιθανότητες απασχόλησης κατά 11%, σε σύγκριση με τους αποφοίτους προπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών, ενώ η κατοχή διδακτορικού τίτλου κατά 17%.

Όσον αφορά στις αποδοχές των πτυχιούχων, η Ελλάδα βρίσκεται σε σχετικά χαμηλή θέση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ απέχοντας 20 ποσοστιαίες μονάδες από τον μέσο όρο. Η ανεργία των πτυχιούχων στην Ελλάδα εξακολουθεί να βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο των χωρών της ΕΕ-28, παρόλο που παρουσιάζει τη μεγαλύτερη μείωση μεταξύ των ετών 2015-2019.

Η ανεργία πτυχιούχων γυναικών στην Ελλάδα τείνει σε διπλάσιο ποσοστό απ’ αυτό των ανδρών. Η Ελλάδα διαθέτει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά φοιτητικού πληθυσμού σε σχέση με τον πληθυσμό της. Βεβαίως, θα πρέπει να σημειωθεί ότι επειδή η μέτρηση γίνεται επί των εγγεγραμμένων φοιτητών και ένα μεγάλο ποσοστό από αυτούς θεωρούνται μη ενεργοί, η σύγκριση δεν αποδίδει ακριβώς την πραγματικότητα.

Επιπλέον, το ποσοστό των αποφοίτων στο σύνολο των φοιτητών ετησίως παραμένει το χαμηλότερο μεταξύ των χωρών της Ευρώπης. Αξιοσημείωτο, επίσης, είναι το γεγονός ότι τόσο στην Ελλάδα παραμένει υψηλότερο το ποσοστό των ανδρών έναντι των γυναικών στον πρώτο κύκλο σπουδών σε αντίθεση με τις περισσότερες χώρες. Ωστόσο, στις μεταπτυχιακές σπουδές οι γυναίκες υπερτερούν των ανδρών.

Οι φοιτητές στην Ελλάδα κατανέμονται ως προς τα αντικείμενα σπουδών, στην πλειονότητά τους, κατά προτεραιότητα στις επιστήμες μηχανικής και επιστήμες διοίκησης και νομικής με τελευταίες τις υπηρεσίες. Στην Ευρώπη οι περισσότεροι φοιτητές είναι ενταγμένοι στις επιστήμες διοίκησης και τις νομικές σπουδές και οι λιγότεροι στις γεωτεχνικές επιστήμες.

Η Ελλάδα παραμένει η χώρα με τη μεγαλύτερη αναλογία φοιτητών ανά διδάσκοντα απέχοντας από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο κατά περίπου 30 ποσοστιαίες μονάδες. Επισημαίνεται ότι το πλήθος των διδασκόντων σε σύγκριση με άλλες πληθυσμιακά παρόμοιες χώρες της Ευρώπης βρίσκεται στο ίδιο σχεδόν επίπεδο. Ωστόσο η αναλογία αποβαίνει δυσμενής λόγω του υπεράριθμου σχετικά φοιτητικού πληθυσμού, ο οποίος περιλαμβάνει τους μη ενεργούς φοιτητές.

Επιπλέον, η Ελλάδα παρουσιάζει και τη δυσμενέστερη αναλογία διδακτικού προσωπικού ανδρών/γυναικών στην ΕΕ.Η ανάκαμψη από τη γενικότερη τάση μείωσης της χρηματοδότησης αρχίζει να εμφανίζεται από το 2017 σε αρκετά συστήματα ανώτατης εκπαίδευσης της Ευρώπης και ενισχύεται και το 2018. Σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά (2018) στις χώρες τις βορειοδυτικής Ευρώπης διαγράφεται μια σχετική σταθερότητα ως προς τη χρηματοδότηση, ενώ η κατάσταση στα Βαλκάνια και την Κεντρική Ευρώπη βαίνει βελτιούμενη.

Το Λουξεμβούργο διατήρησε για ακόμη μια χρονιά την αύξηση της χρηματοδότησης. Παράλληλα καταγράφηκε μείωση χρηματοδότησης στην Τουρκία (μεγαλύτερη του 5%),στην Σκωτία και Αυστρία (μέχρι 5%). Αντίθετα, η Ρουμανία και η Τσεχία είναι οι δύο χώρες στις οποίες διαπιστώνεται αύξηση της χρηματοδότησης (άνω του 5%) ενώ σημαντική βελτίωση στη χρηματοδότηση σημειώνεται ακόμη στην Κροατία, τη Λιθουανία και τη Σερβία.

Χρηματοδότηση των ΑΕΙ

Η Ελλάδα περιλαμβάνεται μαζί με την Ισπανία, το Ηνωμένο Βασίλειο (Αγγλία, Ουαλία, Βόρεια Ιρλανδία),τη Σερβία, την Εσθονία, τη Λιθουανία, τη Λετονία, την Ιρλανδία και την Τσεχία στις χώρες με τις μεγαλύτερες μειώσεις στη δημόσια χρηματοδότηση των ΑΕΙ. Αύξηση της δημόσιας χρηματοδότησης της τάξης του 20% και άνω είχαν χώρες όπως Ισλανδία, Νορβηγία, Σουηδία).Επίσης είχαν αύξηση της δημόσιας χρηματοδότησης από 5% ως 20%,η Γαλλία και η Πορτογαλία.

Οι 14 Έλληνες ερευνητές με την μεγαλύτερη απήχηση το 2019

Το 2019 στην ετήσια έκδοση της Clarivate Analytics για τους ερευνητές με τη μεγαλύτερη επιρροή παγκοσμίως, όπως αυτή προσδιορίζεται από το πλήθος των αναφορών (top 1% του πλήθους των αναφορών στο πεδίο/στα πεδία Essential Science Indicatorsτου Web of Science) που συγκεντρώνουν οι δημοσιεύσεις τους (από το 2008 ως το 2018), περιλαμβάνονται συνολικά 6.216 ερευνητές. Από αυτούς οι 14 είναι Έλληνες που υπηρετούν σε ελληνικά πανεπιστήμια ή ερευνητικά κέντρα. Πέντε (5) εξ αυτών εντάσσονται στο επιστημονικό πεδίο της μηχανικής, τέσσερις (4) σε διεπιστημονικό πεδίο, δύο (2) στο πεδίο της κλινικής ιατρικής και από ένας (1) εντάσσεται στις γεωπονικές επιστήμες, τις κοινωνικές επιστήμες και στις επιστήμες οικονομίας και διοίκησης.

Οι 14 επιστήμονες είναι:

1.Άρτεμις Γ. Χατζηγεωργίου Διεπιστημονική Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Ελληνικό Ινστιτούτο Παστέρ.

2.Χάρης Μ. Γαλανάκης Γεωπονική επιστήμη Πανεπιστήμιο King Saud Galanakis Laboratories.

3.Κωνσταντίνος Δ. Ρακόπουλος Μηχανική Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο –

4.Δημήτριος Κ. Ρακόπουλος Μηχανική Εθνικό Κέντρο Έρευνας και

Τεχνολογικής Ανάπτυξης Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο

5.Ευάγγελος Γ. Γιακουμής Μηχανική Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο

6.Γεώργιος Κ. Καραγιαννίδης Διεπιστημονική Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο

Θεσσαλονίκης

7.Γεωργία Σαλάντη Κοινωνικές επιστήμες Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων Πανεπιστήμιο Βέρνης

8.Γεράσιμος Φιλιππάτος Κλινική Ιατρική Εθνικό και Καποδιστριακό

Πανεπιστήμιο Αθηνών Πανεπιστήμιο Κύπρου

9.Κωνσταντίνος Ε. Φαρσαλινός Διεπιστημονική Πανεπιστήμιο King Abdulaziz Πανεπιστήμιο Πατρών

10.Ματθαίος Σανταμούρης Μηχανική Πανεπιστήμιο Νέας Νότιας

Ουαλίας – Σίδνευ, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

11.Ματθαίος Ε. Φαλάγγας Διεπιστημονική Πανεπιστήμιο Tufts Ερρίκος Ντυνάν Hospital Center

12.Μελέτιος Α. Δημόπουλος Κλινική Ιατρική Εθνικό και Καποδιστριακό

Πανεπιστήμιο Αθηνών

13.Νικόλας Απέργης Οικονομικά και Διοίκηση

Επιχειρήσεων Πανεπιστήμιο King Abdulaziz Πανεπιστήμιο Πειραιώς

14.Νίκος Δ. Χατζηαργυρίου Μηχανική Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο

Διαχειριστής Ελληνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας

Από τη διαρροή στην προσέλκυση εγκεφάλων

Το πρόβλημα της διαρροής εγκεφάλων (brain drain) είναι γνωστό, παλιό και όχι μόνο ελληνικό. Πρόκειται για το φαινόμενο της απώλειας επιστημονικού κεφαλαίου, με άλλα λόγια, της μετανάστευσης ατόμων υψηλών προσόντων από τη χώρα τους προς περισσότερο ανεπτυγμένες χώρες, με απώτερο σκοπό τη βελτίωση του επιπέδου ζωής τους.

Ως όρος χρησιμοποιήθηκε από τη British Royal Society τη δεκαετία του 1950 και 1960 για να περιγράψει τη μετακίνηση επιστημόνων από την Ευρώπη στην Αμερική και τον Καναδά. Πολλές χώρες με διαφορετικό επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης, όπως η Κίνα, οι ΗΠΑ (σε επίπεδο πολιτειών), η Ινδία, το Πακιστάν, η Μαλαισία, το Ισραήλ έχουν βρεθεί αντιμέτωπες με το φαινόμενο αυτό. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το 2017 στην ΕΕ των 28 κρατών μελών μετακινήθηκαν σχεδόν 17 εκατομμύρια άτομα (το 32% των οποίων ανήκαν στην ηλικιακή κατηγορία 15-34) κυρίως προς τη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο.

Το 25% των μετακινηθέντων ηλικίας 15-64 ετών είχε πτυχίο ανώτατης εκπαίδευσης και στράφηκε προς τις βόρειες χώρες (π.χ. Σουηδία, Δανία, Ιρλανδία).Οι αιτίες του φαινομένου της διαρροής εγκεφάλων είναι γνωστές και καταγεγραμμένες στη σχετική βιβλιογραφία. Ως προς τη χώρα καταγωγής/προέλευσης αιτίες είναι: οι οικονομικές συνθήκες και επαγγελματικές προοπτικές νέων επιστημόνων, η ποιότητα ζωής, η ποιότητα εργασιακού περιβάλλοντος, το θεσμικό πλαίσιο, η διαφθορά, η αδυναμία των επιχειρήσεων να αξιοποιήσουν το επιστημονικό δυναμικό και οι περιορισμένοι πόροι για έρευνα. Ως προς τη χώρα προορισμού, οι κυριότερες αιτίες είναι: οι μισθοί, οι περισσότερες επαγγελματικές και εκπαιδευτικές ευκαιρίες, η ποιότητα ζωής, το αίσθημα ασφάλειας). Οι επιπτώσεις είναι, επίσης, γνωστές και πολυεπίπεδες.

Οι χώρες προέλευσης, για παράδειγμα, βιώνουν οικονομικές συνέπειες (π.χ. κόστος εκπαίδευσης, οικονομική/επιχειρηματική συνεισφορά των ατόμων, χαμηλή παραγωγικότητα λόγω αδυναμιών έρευνας και ανάπτυξης, μειωμένες προοπτικές ανάπτυξης) και κοινωνικές απώλειες (μειωμένη δυνατότητα ποιοτικής στελέχωσης κοινωνικών υπηρεσιών, διεύρυνση χάσματος ποιότητας ζωής, προβλήματα υγείας από την έλλειψη προσωπικού υγείας). Για την αντιμετώπιση του φαινομένου αυτού αναλαμβάνονται πρωτοβουλίες από διάφορες χώρες, οι οποίες αποσκοπούν στον επαναπατρισμό των επιστημόνων που έχουν μετακινηθεί (brain regain), την κυκλοφορία επιστημονικού δυναμικού (brain circulation) και τη δραστηριοποίηση στη μεταφορά τεχνογνωσίας προς τη χώρα καταγωγής/προέλευσης. Χαρακτηριστικά αναφέρεται το παράδειγμα της Κίνας, όπου μέσω των λεγόμενων Δικτύων γνώσης της Διασποράς (Diaspora Knowledge Networks) δόθηκαν οικονομικά κίνητρα και υποστηρίχθηκαν νέοι Κινέζοι επιστήμονες να ιδρύσουν επιχειρήσεις στην Κίνα, δικτυώθηκαν τα πανεπιστήμια με αντίστοιχα των ΗΠΑ και αξιοποιήθηκε η κινεζική κοινότητα της Silicon Valley.

Άλλο παράδειγμα αποτελεί η ανάπτυξη πόλεων εκπαίδευσης στη Μαλαισία (Educity Iskandar Malaysia78) και την Ινδία στις οποίες λειτουργούν και συνεργάζονται ακαδημαϊκά ιδρύματα, επιχειρήσεις έντασης γνώσης και θερμοκοιτίδες νέων επιχειρήσεων. Από τις χώρες οι οποίες βιώνουν το φαινόμενο της διαρροής εγκεφάλων δεν απουσιάζει η Ελλάδα, η οποία σύμφωνα με τη βιβλιογραφία ήδη από τα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου υπέστη απώλειες. Στη διάρκεια της πρόσφατης οικονομικής κρίσης (2008-2016) έχει υπολογιστεί πως περίπου 450.000 Έλληνες επιστήμονες με διαφορετικό κοινωνικοοικονομικό προφίλ συγκριτικά με το παρελθόν) έφυγαν για το εξωτερικό στο πλαίσιο αναζήτησης εργασίας υψηλής εξειδίκευσης, έχοντας βρεθεί αντιμέτωποι με υψηλά ποσοστά ανεργίας, περικοπές μισθών και μειωμένες κοινωνικές παροχές. Η μετακίνηση αυτή κόστισε πάνω από 15 δισεκατομμύρια ευρώ στην ήδη πληγωμένη ελληνική οικονομία . Σύμφωνα με μελέτη της ICAP, το 35% των επιστημόνων που έφυγαν είχαν σπουδές στα χρηματοοικονομικά, τη διοίκηση και το μάρκετινγκ, το 19% στις επιστήμες μηχανικού, το 12% στην πληροφορική, το 9% στην φιλολογία, την ιστορία και τις ξένες γλώσσες, ενώ το υπόλοιπο 25% είχε σπουδές νομικής, ιατρικής, πολιτικών επιστημών, τεχνών κ.λπ .

Στην ίδια έρευνα της ICAP αναφέρεται ότι το 80% των πτυχιούχων, είχαν λάβει το πτυχίο τους από ελληνικό πανεπιστήμιο, ενώ το ποσοστό των κατόχων μεταπτυχιακού διπλώματος από ελληνικό ΑΕΙ υποχωρεί στο 27% και στο 25% για κατόχους διδακτορικού διπλώματος. Επίσης, όπως έχει αναφερθεί στο πρώτο μέρος της έκθεσης και ως προς τις σχετικές αποδοχές των εργαζομένων με ανώτατη εκπαίδευση (επίπεδα 5-8) για τις ηλικίες 25-64, το έτος 2017 η Ελλάδα βρίσκεται κάτω από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ.

Στην Ελλάδα, το μέσο ετήσιο καθαρό εισόδημα ενός εργαζομένου πλήρους απασχόλησης χωρίς παιδιά για το 2018 ανερχόταν σε 18.658 ευρώ (αυξημένο σε σχέση με το 2017-18.124) έναντι 24.148 ευρώ του μέσου όρου στην ΕΕ. Στην έρευνα της ICAP,η αύξηση των μισθολογικών απολαβών, η βελτίωση του οικονομικού κλίματος στην Ελλάδα, οι βελτιωμένες προοπτικές εξέλιξης, το ευνοϊκό περιβάλλον για την επιχειρηματικότητα αλλά και λόγοι, που σχετίζονται με τον τρόπο ζωής, συγκαταλέγονται μεταξύ άλλων παραγόντων στις προϋποθέσεις για τη δυνητική επιστροφή ανθρώπινου δυναμικού στην Ελλάδα. Η Ελλάδα το 2019 βρισκόταν στην 59η θέση ως προς την ανταγωνιστικότητα σε σύνολο 141 χωρών.

Πηγή: newsbeast.gr

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Ακολουθήστε το ZARPANEWS.gr
στο Google News και στο Facebook