Προίκα: Πότε έπαψαν οι νύφες να είναι «περιουσίες»

προίκα-πότε-έπαψαν-οι-νύφες-να-είναι-π-1383661

Στη «Φόνισσα» το αξεπέραστο έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, η Φραγκογιαννού πεθαίνει πληρώνοντας τα κρίματά της. Κι εκεί στις τελευταίες αράδες, την ώρα που η παλίροια την οδηγούσε προς το θάνατο, αποκαλύπτεται και η αιτία των αποτρόπαιων δολοφονιών που έχει διαπράξει στις προηγούμενες σελίδες. Ο Παπαδιαμάντης βάζει την ηρωίδα του, την ώρα που την σκεπάζουν τα κύματα, να βλέπει το έρημο χωράφι, κοντά στη θάλασσα, την κακορίζικη προίκα που της είχαν δώσει οι γονείς της, για να παντρευτεί, να «κουκουλωθεί».

» Τα κύματα εφούσκωσαν αγρίως, ως να είχον πάθος. Εκάλυψαν τους μυκτήρας και τα ώτα της. Την στιγμήν εκείνην το βλέμμα τη Φραγκογιαννούς αντίκρυσε το Μποστάνι, την έρημον βορειοδυτικήν ακτήν, όπου της είχον δώσει ως προίκα ένα αγρόν, όταν νεανίδα την υπάνδρευσαν και την εκουκούλωσαν, και την έκαμαν νύφην οι γονείς της.

— Ω! να το προικιό μου! είπε.

Αυταί υπήρξαν αι τελευταίαι λέξεις της. Η γραία Χαδούλα εύρε τον θάνατο εις το πέραμα του Αγίου Σώστη, εις τον λαιμόν τον ενώνοντα τον βράχον του ερημητηρίου με την ξηράν, εις το ήμισυ του δρόμου, μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης.

Η Χαδούλα η Φραγκογιαννού μίσησε την γυναικεία φύση, από την ίδια της τη μοίρα. Οι φτωχοί γονείς της δεν είχαν παρά ένα αγρό κοντά στη θάλασσα (που στις αρχές του περασμένου αιώνα είχαν μηδαμινή αξία, κανείς δεν φανταζόταν πόσο θα άλλαζαν τα πράγματα στη διαδρομή του χρόνου), ο γάμος της οδηγήθηκε στην καταστροφή, στην δυστυχία.

Οι φόνοι των κοριτσιών που κάνει η Φραγκογιαννού έχουν αφετηρία τη δική της τύχη, από το «προικιό» της που αντικρύζει σαν από τραγική ειρωνία στο τέλος της ζωής της. Η νουβέλα του Παπαδιαμάντη γράφτηκε μέσα από τα προσωπικά βιώματα του κορυφαίου Έλληνα συγγραφέα, περιγράφει ανάγλυφα την αδυσώπητη ζωή των φτωχών και των γυναικών, σε μια κοινωνία που είχε προκαθορισμένα στάνταρ για τον γάμο και την προσωπική ευτυχία.

Ο θεσμός της προίκας ήταν ένα απ’ αυτά. Ερχόταν κατευθείαν από το παρελθόν, γινόταν όμως ένα τεράστιο αγκάθι για τις οικογένειες, ειδικά εκείνες που δεν είχαν τη δυνατότητα να προικίσουν τα κορίτσια τους, για να παντρευτούν. Αλλά κι εκείνες που είχαν την οικονομική δυνατότητα, μετέτρεπαν τον επικείμενο γάμο σε εμπορική πράξη, ακόμη και σε πλειστηριασμό από τους υποψήφιους γαμπρούς, που δεν έβλεπαν τη νύφη, αλλά την περιουσία που έταζε ο πατέρας της.

Η κατάργηση της με το νόμο 1329/83 που κατατέθηκε στη βουλή το Νοέμβριο του 1982, έβαλε οριστικό τέλος στην εποχή μιας άλλης Ελλάδας. Η μεταρρύθμιση άλλωστε του οικογενειακού δικαίου ήρθε να εκσυγχρονίσει τη δομή της ελληνικής οικογένειας, καθώς ο άνδρας δεν ήταν, πλέον, η κεφαλή, οι σύζυγοι είχαν τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις στον κοινό βιο, την μέριμνα των παιδιών τους, αλλά και την περιουσία που αποκτούσαν μετά τον γάμο τους.

Για να παντρευτούν ένας άνδρας και μια γυναίκα θα έπρεπε, πλέον, να έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους, ενώ μέχρι τότε ο νόμος έδινε το δικαίωμα σε ένα άνδρα να παντρευτεί ένα κορίτσι 14 ετών (!)

Καθιερώθηκε επίσης ο πολιτικός γάμος (μέσα σε σφοδρές αντιδράσεις της εκκλησίας), ενώ το προηγούμενο καλοκαίρι είχε καταργηθεί και η ποινικοποίηση της μοιχείας που είχε στείλει δεκάδες παράνομα ζευγάρια στο τμήμα με σεντόνα («Ζάβαλος» που έλεγε και ο Λάμπρος Κωνσταντάρας στην «βίλα των οργίων»).

Το τέλος της προίκας, που σιγά-σιγά βέβαια ξέφτιζε μέσα στο πέρασμα του χρόνου, απάλλαξε τις οικογένειες από την δυσβάσταχτη υποχρέωση της οικογένειας να προικίζει τις κόρες για να έχουν τύχη στη ζωή, ένα καλό γάμο, για τον οποίο … προορίζονταν από τη γέννηση τους κιόλας.

ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ ΠΑΤΕΡΑ ΚΑΙ ΓΑΜΠΡΟΥ

Ο Παπαδιαμάντης έγραψε τη «Φόνισσα», κι ο Ανδρέας Λασκαράτος στα Μυστήρια της Κεφαλονιάς επιτίθεται συνολικά στον θεσμό, που ουσιαστικά καταστρέφει το γάμο. Ο αφορισμένος από την εκκλησία (αφού στο ίδιο βιβλίο, περνάει γενεές δεκατέσσερις τον κλήρο) πεζογράφος δεν διστάζει να γράψει με το απαράμιλλο ύφος του ότι ο γάμος δεν ενώνει δυο ανθρώπους, αλλά αποτελεί μια εμπορική συμφωνία, ανάμεσα στον πατέρα και τον υποψήφιο γαμπρό.

‘Ενας καλός γαμπρός ήταν περιζήτητος, έκανε παζάρια, ανεξαρτήτως αν η γυναίκα που του έδιναν τον ήθελε ή όχι. Ποιος έδινε σημασία στα συναισθήματα των γυναικών. Οι προξενήτρες έκαναν τη δουλειά, τα κορίτσια έπρεπε να καταπνίξουν τους πόθους και τις επιθυμίες τους, φυσικά δεν πήγαιναν σχολείο, έπρεπε να είναι καλές νοικοκυρές ώστε όταν παντρεύονταν (παρθένες φυσικά) έπρεπε να υπηρετούν τον σύζυγο τους.

Ένας άλλος φωτισμένος συγγραφέας, ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης, έχει την προίκα σαν κεντρικό θέμα του μυθιστορήματος του, «Για την τιμή και το χρήμα». Ο εκβιασμός της εργάτριας Επιστήμης από τον προικοθήρα Ανδρέα, η αναπάντεχη εγκυμοσύνη της κόρης της Ρήνης, συνθέτουν σχεδόν ένα εφιαλτικό σκηνικό, που καταλήγει με τον τραυματισμό του ξεπεσμένου αριστοκράτη από τη μάνα και την υποχώρησή της να δώσει όλη σχεδόν την περιουσία της για να σώσει την κόρη της. Είναι η ίδια η Ρήνη, όμως, που στο τέλος αρνείται να παντρευτεί τον Ανδρέα, καταλαβαίνοντας ότι αυτός την ήθελε μόνο για μερικές «εκατοντάδες τάλαρα».

«Θα πάω σε ξένα μέρη, σε ξένονκόσμο, σ’ άλλους τόπους· θα δουλέψω για με και για να κουναρήσω το παιδί που θα γεννηθεί» του λέει, αποφασισμένη να μεγαλώσει μόνη της το παιδί της, σε μια λίαν επαναστατική πράξη για τα χρόνια που έγραφε ο Θεοτόκης.

Ιστορίες προίκας υπάρχουν σε κάθε ελληνικό σπίτι. Ο πατέρας μου έλεγε πάντα πως παππούς μου, για να προικίσει τις αδερφές του, παραιτήθηκε όλων των δικαιωμάτων του από την οικογενειακή περιουσία. Και δεν ήταν ο μόνος.

Η προίκα υποτίθεται ότι θα εξασφάλιζε την ευημερία της οικογένειας που θα δημιουργούσαν οι νεόνυμφοι. Ουσιαστικά, όμως, επρόκειτο για ένα παζάρι που γινόταν μεταξύ πατέρα και γαμπρού. Ο φόβος να μην μείνει «το κορίτσι στο ράφι», ευνοούσε τις υπέρογκες απαιτήσεις των λεγόμενων και προικοθήρων. Για τις φτωχές οικογένειες, βέβαια, ούτε λόγος.

Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα οι δυο πλευρές, παρουσία συμβολαιογράφου, υπέγραφαν αναλυτικό προικοσύμφωνο για το τι θα έπαιρνε αναλυτικά ο γαμπρός. Υπήρχαν, βέβαια, και καθαροί απατεώνες που υπόσχονταν γάμο, ροκάνιζαν την προίκα και στη συνέχεια εξαφανίζονταν. Ένας απ’ αυτούς ονομάστηκε «αθηναίος Αρσέν Λουπέν», καθώς εμφανιζόταν σαν γαμπρός… χρυσή ευκαιρία, με υψηλή μόρφωση, αυτοκίνητο ώστε να κερδίσει την εμπιστοσύνη γυναικών και πατεράδων.

Έχουν επίσης καταγραφεί ακόμη και φόνοι όταν ο άντρας διαπίστωνε ότι η προίκα ήταν εν τέλει μικρότερη από εκείνη που του είχαν υποσχεθεί.

Το 1955, είκοσι οκτώ χρόνια πριν από το νόμο 1329/83, δέκα εφτά κοινοτάρχες της Στερεάς Ελλάδος υποβάλλουν υπόμνημα στην βασίλισσα Φρειδερίκη με την οποία ζητάνε την «κατάργηση του αναχρονιστικού θεσμού της προίκας». Η επιστολή που υπογράφουν οι Ρουμελιώτες εκπρόσωποι της τοπικής κοινωνίας υπογραμμίζει:

«Το μεγαλύτερο κοινωνικό πρόβλημα που παρουσιάζεται σήμερα εις την Ελλάδα είναι το της προικός των κοριτσιών. Το πρόβλημα δε αυτό, κατά την μεταπολεμική ιδίως περίοδο, εμφανίζεται υπό την οξυτέρα αυτού μορφήν. Η προιξ με νομισματική πλέον μονάδα την αγγλική λίραν, κατάντησε ο μεγαλύτερος εφιάλτης των εχουσών κορίτσια οικογενειών. Ως επί το πλείστον δεν λαμβάνεται υπόψιν η προσωπική αξία ενός κοριτσιού, αλλά το ποσόν των λιρών που διαθέτει και ο νέος θα ρωτήσει πρώτον τι χρηματικό ποσόν διαθέτει η κόρη και έπειτα θα ρωτήσει δια την κόρην. Δια τούτο πολλά κορίτσια αξιών μένουν στο περιθώριο της ζωής και γίνονται γεροντοκόρες και πεθαίνουν από μαρασμό, οι δε γονείς αυτών καταλαμβάνονται από απογοήτευση και απελπισία»

Το γράμμα είχε συντάξει ο Κώστας Κίτσος, πατέρας τεσσάρων κοριτσιών, αγρότης στο επάγγελμα, πρόεδρος του αγροτικού επιμελητηρίου Φθιώτιδος από το 1932 μέχρι το 1938. Μιλώντας στον Τύπο της εποχής, διηγήθηκε πως εμπνεύστηκε την σύνταξη της επιστολής (που υιοθέτησαν οι 17 κοινοτάρχες).

Ένα πατριώτης του από το χωριό Λευκάδα, γειτονικό με τον Άγιο Γεώργιο που έμενε ο Κίτσος, του είπε μια μέρα:»Ήρθε κάποιος για το κορίτσι μου και μου ζητάει προίκα και δεν έχω να του δώσω. Και από πάνω είναι και ξεβράκωτος, δεν αξίζει να του την δώσω. Και η κόρη μου είπε, πατέρα δεν με σκοτώνεις καλύτερα από το να πάρω αυτόν για άντρα μου»

Ο Κίτσος τον συμβούλεψε να τον διώξει, όμως ο κοντοχωριανός του απάντησε: «Μια κουβέντα είναι αυτή». Και τότε μπήκε στο μυαλό του η ιδέα μιας συνολικής αντίδρασης κατά της προίκας που βασάνιζε όλες σχεδόν τις οικογένειες. Η Φρειδερίκη δεν απάντησε ποτέ. Σιγά μην ασχολιόταν με τον … λαουτζίκο η βασίλισσα που μερικά χρόνια αργότερα προκάλεσε σάλο για την προικοδότηση της πριγκίπισσας Σοφίας, με 300.000 δολάρια από τον κρατικό προϋπολογισμό. Εξ ου και το σύνθημα των διαδηλώσεων της εποχής «προίκα για την παιδεία και όχι για την Σοφία»

Η κατάργηση του θεσμού έγινε και μόνιμο αίτημα του γυναικείου κινήματος και τις πρώτες ενέργειες έκανε η επιτροπή Γαζή το 1978 η οποία και εισηγήθηκε την κατάργηση της μαζί με άλλες αλλαγές στο οικογενειακό δίκαιο.

Το 1983 επήλθε η οριστική κατάργηση της και στις 18 Φεβρουαρίου, σαν σήμερα πριν από 39 χρόνια δηλαδή, όλα τα προικώα επιστράφηκαν στις γυναίκες…

Πηγή:news247.gr

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Ακολουθήστε το ZARPANEWS.gr
στο Google News και στο Facebook