Οδυσσέας Ελύτης: Η έμπνευση για το «Άξιον Εστί» και τα «μαθήματα» που παρέδωσε στην τελετή απονομής του Νόμπελ
«…Κάποιο μεσημέρι, στο όρθιο του Λουμίδη, μπροστά στο ΠΑΛΛΑΣ, εκεί που έπινε τον μοναδικό καφέ εσπρέσο η αθηναϊκή ιντελιγκέντσια, Σεπτέμβριο νομίζω του ΄60, με πλησίασε ο Οδυσσέας Ελύτης. Αφού μου μίλησε για το πόσο εκτιμά την προσπάθειά μου και πόσο αγάπησε τον «Επιτάφιο», πρόσθεσε: « Τελείωσα το «Άξιον Εστί», το έργο της ζωής μου, νομίζω. Θα ΄θελα να σας το έστελνα κάπου, γιατί κάτι μου λέει ότι θα σας εμπνεύσει…»: Έτσι, γλαφυρά, διηγείται ο Μίκης Θεοδωράκης την ιστορική, όπως αποδείχτηκε, συνάντησή του με τον Οδυσσέα Ελύτη. Εκείνο το μεσημέρι, στην καρδιά της πόλης, άναψε η σπίθα για την «γέννηση» ενός από τα εμβληματικότερα μουσικό – ποιητικά έργα όλων των εποχών και παράλληλα έργο – σταθμό για τη διαδρομή του σπουδαίου, βραυμενένου με Νόμπελ Έλληνα ποιητή που έφυγε στις 18 Μαρτίου πριν από 25 χρόνια.
Ο Ελύτης υπήρξε ένας από τους τελευταίους της λογοτεχνικής γενιάς του ’30 αλλά και από τους πρώτους που δέχτηκαν και ενσωμάτωσαν στο έργο τους τις επαναστατικές θεωρίες ενός μοντέρνου κινήματος. Κι ίσως ήταν αυτή η ισορροπία με την οποία ακροβατούσε ανάμεσα σε αυτούς τους δύο διαφορετικούς κόσμους που τον καθιστούσε την ποιητική του μοναδική κι ανεπανάληπτη.
Περίπου μια δεκαετία μετά την έκδοση του έργου ο ίδιος είχε εξομολογηθεί ποιες ήταν οι εικόνες και τα συναισθήματα που τον οδήγησαν στην δημιουργία του: «Όσο κι αν μπορεί να φανεί παράξενο, την αρχική αφορμή να γράψω το ποίημα μου την έδωσε η διαμονή μου στην Ευρώπη τα χρόνια του ’48 με ’51. Ήταν τα φοβερά χρόνια όπου όλα τα δεινά μαζί – πόλεμος, κατοχή, κίνημα, εμφύλιος – δεν είχανε αφήσει πέτρα πάνω στη πέτρα. Θυμάμαι την μέρα που κατέβαινα να μπω στο αεροπλάνο, ένα τσούρμο παιδιά που παίζανε σε ένα ανοιχτό οικόπεδο. Το αυτοκίνητό μας αναγκάστηκε να σταματήσει για μια στιγμή και βάλθηκα να τα παρατηρώ. Ήτανε κυριολεκτικά μες τα κουρέλια. Χλωμά, βρώμικα, σκελετωμένα με γόνατα παραμορφωμένα, με ρουφηγμένα πρόσωπα. Τριγυρίζανε μέσα στις τσουκνίδες του οικοπέδου ανάμεσα σε τρύπιες λεκάνες και σωρούς σκουπιδιών. Αυτή ήταν η τελευταία εικόνα που έπαιρνα από την Ελλάδα. Και αυτή, σκεπτόμουνα, ήταν η μοίρα του Γένους που ακολούθησε το δρόμο της Αρετής και πάλαιψε αιώνες για να υπάρξει»
Η ζοφερή αυτή εικόνα εναλλάσσεται πολύ σύντομα στα μάτια του με ένα σκηνικό εντελώς διαφορετικό: «Πριν περάσουν 24 ώρες περιδιάβαζα στο Ουσί της Λωζάννης, στο μικρό δάσος πλάι στη λίμνη. Και ξαφνικά άκουσα καλπασμούς και χαρούμενες φωνές. Ήταν τα Ελβετόπαιδα που έβγαιναν να κάνουν την καθημερινή τους ιππασία. Αυτά που από πέντε γενεές και πλέον, δεν ήξεραν τι θα πει αγώνας, πείνα, θυσία. Ροδοκόκκινα, γελαστά, ντυμένα σαν πριγκηπόπουλα, με συνοδούς που φορούσαν στολές με χρυσά κουμπιά, περάσανε από μπροστά μου και μ’ άφησαν σε μια κατάσταση που ξεπερνούσε την αγανάκτηση….Η παραμονή μου στην Ευρώπη με έκανε να βλέπω πιο καθαρά το δράμα του τόπου μας. Εκεί αναπηδούσε πιο ανάγλυφο το άδικο που κατάτρεχε τον ποιητή. Σιγά-σιγά αυτά τα δύο ταυτίστηκαν μέσα μου. Το επαναλαμβάνω, μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά έβλεπα καθαρά ότι η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα έθνη ήταν ότι και η μοίρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους – και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους του χρήματος και της εξουσίας. Αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας, ήταν το πρώτο εύρημα. Και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση, μου ‘δωσε ένα δεύτερο εύρημα. Να δώσω, δηλαδή, σ’ αυτή τη διαμαρτυρία μου για το άδικο τη μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας. Κι έτσι γεννήθηκε το «Άξιον Εστί».

Η μοίρα του «Άξιον Εστί» αποδείχτηκε προδιαγραμμένη καθώς κατάφερε να διαλύσει κάθε εμπόδιο που εμφανίστησε στο διάβα του και να αναδυθεί στην επιφάνεια της ζωής και της τέχνης σαν μια ολοζώντανη δύναμη νέα, πρωτόγνωρη, ποιοτική αλλά και με απίστευτη λαική δύναμη συνάμα. Κι αυτή τη δύναμη την εντόπισε αμέσως ο Μίκης Θεοδωράκης: «Αφού το ρούφηξα μονομιάς, απ΄ την πρώτη ως την τελευταία λέξη, βάλθηκα να το μελοποιήσω. Ίσως στην αρχή να είχα την πρόθεση να μην αφήσω απέξω κανένα στίχο… Μετά συνειδητοποίησα πως η σύνθεση που θα προέκυπτε, θα είχε σίγουρα διάρκεια δεκάδων ωρών. Εξάλλου στίχοι όπως το «Ένα το Χελιδόνι», «Της Αγάπης Αίματα», «Ανοίγω το στόμα μου», «Της Δικαιοσύνης Ήλιε Νοητέ», «Ναοί στο σχήμα τ’ ουρανού» … με τράβηξαν σα μαγνήτες. Τους μελοποίησα αμέσως κι άρχισα πάλι να τους τραγουδώ προς μεγάλη χαρά της μικρής Μαργαρίτας και απελπίζοντας τη Μυρτώ μέσα σε κείνο το μικροσκοπικό δωμάτιο, στο οποίο έπρεπε να τα κάνουμε όλα…» λέει ο Μίκης Θεοδωράκης ενθυμούμενος τη στιγμή που πρωτοπήρε στα χέρια του τους τυπωμένους στίχους του Ελύτη.