Κυριάκος Παπασηφάκης: Ο άνθρωπος που έχει ταυτιστεί με τη νυχτερινή διασκέδαση στα Χανιά | Photos

κυριάκος-παπασηφάκης-ο-άνθρωπος-που-έ-1583185

O Κυριάκος Παπασηφάκης είναι αδιαμφισβήτητα ένας από τους επιχειρηματίες των Χανίων που, εδώ και δεκαετίες, έχει ταυτιστεί απόλυτα με τον χώρο της νυχτερινής διασκέδασης και των πάσης φύσεως κοινωνικών εκδηλώσεων. Είναι το άτομο που έχει καταφέρει -είτε κατά μόνας είτε συνεταιρικά- να μεσουρανεί στην τοπική “βιομηχανία της διασκέδασης”, με χώρους που πάντοτε καταφέρνουν να είναι έτη φωτός μπροστά από την εποχή τους.

Εκδηλώσεις, συναυλίες, events και happenings που έχουν αφήσει εποχή στην πόλη, φιλοξενήθηκαν σε βάθος δεκαετιών σε μαγαζιά που φέρουν την υπογραφή του. Δεν είναι τυχαίο επίσης το γεγονός, ότι ο κόσμος επιλέγει διαχρονικά τις επιχειρήσεις του για να στεγάσει κοινωνικές συνεστιάσεις και «χαρές», αποζητώντας υψηλή ποιότητα υπηρεσιών και προσεγμένη αισθητική, τόσο σε ότι έχει να κάνει με τον χώρο, όσο -και περισσότερο- σε ότι αφορά την τέρψη… απαιτητικών ουρανίσκων.

Για τον Κυριάκο, δεν θα ακούσεις εύκολα κακό λόγο, ιδίως από ανθρώπους που έχουν δουλέψει για εκείνον. Είναι ο «συνεργάτης» του προσωπικού του, όχι το «αφεντικό», όπως τονίζει κατηγορηματικά ο ίδιος. Ο συνεργάτης από τον οποίον έχουν περάσει γενιές και γενιές εργαζόμενοι της εστίασης. Κακό λόγο δεν θα ακούσεις και από τον ίδιο όμως, ούτε για “ανταγωνιστές” επιχειρηματίες.

Ποιος είναι ο άνθρωπος πίσω από την εξαιρετικά επιτυχημένη πορεία διαχρονικά, ο ακούραστος επιχειρηματίας που ακόμα και σήμερα, καταφέρνει να είναι αυτός που θα εισάγει το καινούργιο, το πρωτότυπο, το επόμενο επίπεδο στον χώρο της διασκέδασης και της βραδινής ψυχαγωγίας;

Ο Κυριάκος Παπασηφάκης, μιλάει στο InTown και τον Περικλή Κουκλάκη, θυμάται την πορεία της νυχτερινής διασκέδασης στα Χανιά αλλά και την προσωπική του διαδρομή σε αυτήν…

Πώς ξεκίνησες, πώς κατάφερες να κάνεις το πρώτο βήμα στον επιχειρηματικό κόσμο;  Ξεκίνησα από το μηδέν, από το τίποτα… Ο μικρότερος από 8 αδέρφια, ξεκίνησα από την Ανώπολη Σφακίων, χωρίς να έχω την παραμικρή βοήθεια. Από μία πολύ παραδοσιακή οικογένεια με αρχές και αξίες άλλης εποχής. Αρχικά δούλεψα ως βοηθός σερβιτόρου, μετέπειτα σερβιτόρος, μπουφετζής κλπ. Στα 25 μου χρόνια κι ενώ είχα κάνει κάποιες λίγες οικονομίες, ανοίξαμε μαζί με τον τότε συνέταιρό μου, τον Θοδωρή Αθητάκη, το πρώτο μαγαζί, το «Πορτοκάλι» στον Πλατανιά, που το λειτουργήσαμε σαν disco, τότε.

Ιστορικό μαγαζί, μέχρι σήμερα. Πώς άρχισε να λειτουργεί αυτό, από δύο παιδιά -ουσιαστικά, τότε;  Παιδιά όντως. Βρήκαμε τότε ένα χωράφι, έναν βούρκο, με καλάμια και βατράχια. Και αυτό γιατί δεν μας δίνανε κανέναν άλλον χώρο. Μας έβλεπαν μικρούς και δεν μας εμπιστεύονταν, ίσως. Εγώ για τον Χανιώτη άλλωστε τι ήμουν; “Ένα χωριατάκι”. Κι έτσι ήταν, δεν είχαμε τίποτα. Ξεκινήσαμε όμως, δειλά-δειλά, με μικρές οικονομίες και φυσικά χρεωθήκαμε και πολλά λεφτά για να στήσουμε την πρώτη επιχείρηση. Θυμάμαι, τότε, ότι η μάνα μου, της οποίας έστελνα ότι μπορούσα για να τη βοηθήσω, τα χρόνια που δούλευα σερβιτόρος, είχε κρατήσει όλο το ποσό. Όταν απολύθηκα από φαντάρος μου λέει: «παιδί μου, τα χρήματα αυτά είναι δικά σου, δεν τα χάλασα. Παρ’ τα να ανοίξεις το μαγαζί». Έτσι έγινε η αρχή, μαζί με τον Θοδωρή. Στον χώρο που έχει διατηρηθεί μέχρι σήμερα με το ίδιο όνομα, ως κέντρο δεξιώσεων.

Και μετά το «Πορτοκάλι»; Τι ακολουθεί;  Το Πορτοκάλι ήταν το πρώτο μαγαζί και -δόξα τω Θεώ-, πήγε καλά. Στα 29 μου πήγαμε στο Ηράκλειο, μαζί με τον Θοδωρή. Ανοίξαμε τον «Σταθμό», ό,τι καλύτερο έχω κάνει στα τόσα χρόνια. Ήταν όντως μαγαζί-“σταθμός”, με έμαθε πολλά αυτή η επιχείρηση, ένα πραγματικό σχολείο για μένα. Σε αυτό το μαγαζί, έμαθα να μην πετάω, να έχω χαμηλούς τόνους με τους γύρω μου και στη ζωή μου. Εκεί ήταν που έμαθα πως μπορώ να ζήσω στο ρετιρέ, αλλά και τρία υπόγεια κάτω. Έμαθα να ζω και με τα ποντίκια, αλλά και στον καθαρό αέρα, τον ευωδιαστό. Αργότερα, επιστρέφοντας από το Ηράκλειο, φτιάχνουμε το «Φροντιστήριο», στη Σκαλίδη, στο κέντρο των Χανίων. Έπειτα διακόψαμε τη συνεργασία με τον Θοδωρή, αγόρασα το μερίδιό του από το «Πορτοκάλι» και άνοιξα το «Privilege», στον χώρο της «Αριάδνης» (σ.σ. δημοφιλής παλιά ντισκοτέκ -όπως έμεινε στην ιστορία) όπου και συνεταιριστήκαμε για πρώτη φορά με τον Γιώργο Κανατάκη.

Επίσης μεγάλο κεφάλαιο στις συνεργασίες σου, με επίσης μεγάλες επιτυχίες στους χώρους διασκέδασης…  Ο “Κανάτος” ερχόταν τότε στην «Αριάδνη» και κάναμε παρέα, είχε άλλο μαγαζί και συμφωνήσαμε να συνεργαστούμε. Είχαμε μια πάρα πολύ ωραία συνεργασία για περισσότερα από 15 χρόνια και με πολλά μαγαζιά. Μαζί κάναμε το Costa Costa, το μεγάλο beach-bar των Χανίων, το Destijl, στη συνέχεια το Villa Mercedes, το Cabanna Mare…  Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου όμως κι ο καθένας έπρεπε πλέον να πορευτεί μόνος του. Να παίρνει τις αποφάσεις του και να χρεώνεται τα δικά του «λάθη», χωρίς να επιβαρύνει τον άλλον. Αποφασίσαμε να σταματήσουμε τη συνεργασία μας τότε φιλικά και σε καλό κλίμα και ο καθένας έκανε τις επιλογές του.

Στις συνεργασίες σου, διατήρησες ένα καλό επίπεδο και επιτυχημένο, όπως έχει αποδειχτεί. Τον ανταγωνισμό πώς τον διαχειρίζεσαι;  Η αλήθεια είναι ότι στον χώρο μας υπάρχει ανταγωνισμός. Όμως εγώ, ποτέ δεν είδα τους συναδέλφους μου εχθρικά. Άλλωστε, δεν είναι δυνατόν σε μια περιοχή σαν αυτές της Αγίας Μαρίνας και του Πλατανιά, να υπάρχει ένα μαγαζί. Χρειάζονται πολλά, για να έχουν όλοι δουλειά. Δυστυχώς όταν έκλειναν το ένα μαγαζί πίσω από το άλλο και η αλυσίδα άρχισε να σπάει, χάλασε η “πιάτσα”. Ποτέ δεν έχω πει πάντως κακό λόγο για επιχειρηματία, συνάδελφό μου και δεν έχω ακούσει και για μένα κακά λόγια. Είμαι της άποψης ότι πρέπει να επικρατεί ένας υγιής ανταγωνισμός, μια καλοπροαίρετη ζήλια, όχι να βλάψεις τον άλλον, αλλά να τον φτάσεις και να κάνεις το παραπάνω βήμα για να τον ξεπεράσεις. Έτσι μόνο πηγαίνει κανείς μπροστά, ο εχθρός του καλού είναι το καλύτερο άλλωστε.

Τα μαγαζιά που δημιουργούσατε εσύ και οι πρώην συνεργάτες σου, έχουν μείνει στη συνείδηση των Χανιωτών -και όχι μόνο, ως τα πλέον «πρωτοποριακά», πάντα ένα βήμα μπροστά από τα υπόλοιπα εντός των τειχών. Πώς το καταφέρνατε αυτό;

Πρέπει να ταξιδέψεις για να καταφέρεις να κάνεις κάτι τέτοιο. Προσωπικά, πάντα αυτό έκανα. Ταξίδευα, έβλεπα πράγματα καινούργια, πρωτότυπα και σύγχρονα. Έπαιρνα ιδέες από ξενοδοχεία, καφετέριες, club και άλλους χώρους. Μετά επέστρεφα και, μαζί με τους διακοσμητές, προσαρμόζαμε τα σχέδια στα εδώ δεδομένα. Αυτό έκανα και τώρα με το πιο πρόσφατο μαγαζί. Όταν το αγόρασα, πέρσι, δεν είχε καμία σχέση με αυτό που τελικά έγινε. Τον περασμένο Οκτώβρη ταξίδεψα στο Dubai και αυτά που είδα εκεί, άλλαξαν όλα τα σχέδια που έκανα για τον χώρο. Είδα τη μόδα, τις τάσεις και την αισθητική και ο σχεδιασμός προσαρμόστηκε οδηγώντας στο αποτέλεσμα που βλέπει κανείς σήμερα.

Ο νέος χώρος που ανέφερες, το «SAPEL», πώς προέκυψε; Είναι μία καινούργια προσπάθεια που στεγάζεται στον χώρο που έχει ταυτιστεί με τη διασκέδαση, εδώ και πολλά χρόνια (σ.σ. πρώην Destijl – Villa Mercedes). Είναι μια νέα προσπάθεια, που θα μπορεί να στεγάζει μεγάλα events με ζωντανή μουσική, μεγάλες εκδηλώσεις και κάποιες δεξιώσεις. Το όνομα είναι πολύ ιδιαίτερο και μοναδικό στον κόσμο, δεν υπάρχει αντίστοιχο πουθενά αν το ψάξεις. Παραπέμπει σε ένα μνημείο στη Γαλλία ενώ στα αγγλικά σημαίνει «ξωκλήσι». Κι αυτό ακόμα με συνεπήρε, να ψάξω να βρω ένα τέτοιο όνομα. Εγώ δεν μπορώ να είμαι αντικειμενικός για τον χώρο μου, τον αντιμετωπίζω σαν ένα ακόμα παιδί μου, αλλά πιστεύω και είμαι αισιόδοξος ότι αυτό το μαγαζί θα καταφέρει να φιλοξενήσει και πάλι μεγάλα πράγματα…

Τα Χανιά είχαν ξεκινήσει πριν κάποια χρόνια να ανεβαίνουν πολύ σαν προορισμός και εξακολουθούν να έχουν ανοδικές τάσεις στην επισκεψιμότητα. Θεωρείς ότι έχουμε ακόμα να διανύσουμε πολλά βήματα ως την τουριστική κορυφή;  Η πόλη μας, ο νομός μας είναι πανέμορφος και δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από άλλα μέρη της χώρας, αυτό φαίνεται. Παλαιότερα, εμείς σαν επιχειρηματίες κάναμε μεγάλη προσπάθεια με τις γνωριμίες και τις διασυνδέσεις μας να διαφημίσουμε τον τόπο, αρχικά τα μαγαζιά μας, αλλά και τον τόπο συνολικά. Αυτό που πρέπει να γίνει αρχικά, είναι κάποιος να ασχοληθεί σοβαρά με τις υποδομές, να έχουμε σύγχρονους και ασφαλείς δρόμους και υψηλού επιπέδου υποδομές, όπως αλλού στη χώρα. Αν και αυτό που πραγματικά θα ήθελα να δω, είναι μία πρωτοβουλία από τους τοπικούς άρχοντες, η οποία θα έχει ως επίκεντρο την ανάδειξη του τουριστικού μας προϊόντος. Θα μου άρεσε να δω τον Δήμαρχο, ας πούμε, να μας μαζέψει όλους για να συνδράμουμε από κοινού, ιδιώτες και φορείς μαζί, με στόχο την ανάδειξη των Χανίων. Όπως μπορεί ο καθένας και με ότι μπορεί να βοηθήσει για τα Χανιά μας.

Εντοπίζεις διαφορές στον τρόπο διασκέδασης του τότε, όταν ξεκίνησες, με το σήμερα; Τι έχει αλλάξει;  Υπήρξε μια εποχή, με λάμψη και χλιδή, ο κόσμος έπαιρνε δάνεια για να διασκεδάσει, να περάσει καλά. Αυτή τη στιγμή όμως οι άνθρωποι είναι χρεωμένοι, έχουν χρεωμένους τους μεγαλύτερους που χρηματοδοτούν παραδοσιακά τους μικρότερους, δεν είναι το ίδιο όπως τότε. Έχει επηρεαστεί ο κόσμος μεν, αλλά δε θεωρώ ότι είναι για κακό γι’ αυτό. Εμένα σαν επιχειρηματία ίσως δε με συμφέρει αυτό που λέω, αλλά είναι πιο «ζεστά» τα πράγματα τώρα, πιο άμεσα. Παλιά καλούσε ο κόσμος στις χαρές του, στους γάμους και στις βαφτίσεις, όποιον έβλεπε στον δρόμο, ίσως χωρίς μέτρο. Τώρα μαζεύονται λίγοι και καλοί, πιο οργανωμένα πιο τακτοποιημένα, πιο ανθρώπινα.

Έχεις περάσει από όλες τις φάσεις φαντάζομαι μέσα στα τόσα χρόνια. Ένιωσες ότι κουράστηκες και θες να τα παρατήσεις; Τι κρατάς και τι συμβουλεύεις τους νέους επιχειρηματίες;  Η δουλειά μου δεν ήταν πάντα… στα ψηλά, υπήρξαν και στιγμές που πιάσαμε πάτο. Όχι απλώς πάτο, τρία υπόγεια χαμηλότερα από τη γη. Εκεί πρέπει να βρεις τη δύναμη, το κουράγιο και το σθένος να ξανανέβεις. Με την προϋπόθεση πως αγαπάς τη δουλειά σου φυσικά, μόνο έτσι μπορείς να κρατηθείς.

Προσωπικά, δεν μπορώ να κάτσω ήσυχος ξαφνικά, σε ένα σπίτι μέσα, πάνω σε έναν καναπέ, ν’ ανεβάσω τα πόδια πάνω στο τραπεζάκι και να ζήσω μπροστά από μία τηλεόραση. Τη δουλειά μου την αγαπώ πάρα πολύ για να την παρατήσω. Αν αποσυρθώ και κάνω τα παραπάνω, δεν θα ζήσω για πολύ μάλλον (γέλιο)!

Είναι δεκάδες οι νέοι που δουλεύουν για σένα; Πώς είναι ο Κυριάκος ως αφεντικό;

Πάντα ήμουν, είμαι και θα συνεχίσω να είμαι ένα με τα παιδιά του προσωπικού μου. Νοιώθω ίσος με αυτούς, ποτέ δεν έχω συμπεριφερθεί σαν “αφεντικό” τους, να βγάλω έπαρση. Όποιος με έχει αποκαλέσει “αφεντικό”, του έχω απαντήσει «δεν είμαι το αφεντικό σου, είμαστε συνεργάτες». Τους συνεργάτες μου λοιπόν, τους ανθρώπους που δουλεύουμε όλοι μαζί, τους σέβομαι, τους εκτιμώ και τους ακούω. Τους ρωτάω συνεχώς, ακούω τι λένε και γιατί μου το λένε. Μαθαίνω συνέχεια από τους «νέους» για να συμβαδίζω με τις τάσεις, με την εποχή και άρα με το προϊόν που πουλάω.

Έχεις τρία παιδιά. Έχεις φανταστεί ποτέ ότι κάποιο παιδί σου θα ακολουθήσει τη δική σου διαδρομή; Ακόμα και σαν εργαζόμενοι στα μαγαζιά σε πρώτη φάση, όπως κι εσύ κάποτε;  Τα παιδιά μου, τα έχω αφήσει να επιλέξουν τη δική τους διαδρομή, μόνα τους, να κάνουν τα δικά τους όνειρα, χωρίς να τα πιέσω για τίποτα. Οι δύο μου κόρες σπουδάζουν τώρα και ο μικρός μου είναι 15 χρονών, οπότε είναι νωρίς για να σκέφτομαι τι και πώς. Εγώ είχα αφιερωθεί στη δουλειά μου και πολλές φορές έπιασα τον εαυτό μου να απέχω από πολλές στιγμές τους, ενώ θα έπρεπε να είμαι περισσότερο δίπλα τους.

Θα ήθελες, δηλαδή, να είσαι πιο κοντά τους σε κάποιες φάσεις της ζωής τους; Ναι, κάποιες στιγμές νιώθω ότι έχω χάσει κάποια πράγματα που δεν θα ήθελα. Όχι ότι δεν τα αγαπώ φυσικά. Τα υπεραγαπώ, τα λατρεύω και αυτά το ίδιο, με ακούνε και με σέβονται. Απλά κάποιες φορές, το άγχος και η πίεση της δουλειάς με κράτησαν λίγο πίσω και έχω κάποιες τύψεις γι’ αυτό. Όμως παίρνω αγάπη από τα παιδιά μου και τους δίνω απεριόριστη. Έτσι έχω μεγαλώσει άλλωστε, με αγάπη. Ως παιδί οικογένειας με 8 παιδιά, που ο μεγάλος μου αδελφός, ο Μανώλης, πολλές φορές διέθεσε ως και ολόκληρο τον μισθό του σ’ εμένα και τη δουλειά μου… Οι αρχές που μας μετέδωσε ο πατέρας μου, οι αρχές της οικογένειάς μας γενικότερα, είναι να μην μισούμε τους άλλους, να σεβόμαστε, να αγαπάμε. Αυτά προσπαθώ κι εγώ να εφαρμόζω και να τα μεταδίδω στους δικούς μου ανθρώπους, στις οικογένειές μου. Την προσωπική και την επαγγελματική.

Νιώθεις πλήρης σαν άνθρωπος; Σου λείπει κάτι;  Έχω καταφέρει να τα έχω καλά με τον εαυτό μου. Κάνω αυτό που αγαπώ, αυτό μου προσφέρει την ηδονή -αν μπορείς να το πεις κι έτσι- και είναι μιας μορφής πληρότητα. Οπότε είμαι χορτάτος από αυτή την άποψη. Δεν νιώθω ότι είμαι κάτι ή “κάποιος”. Ο Θεός με βοήθησε και έχω κάνει κάποια πράγματα παραπάνω, αν δεν με βοηθούσε ίσως να ήμουν σερβιτόρος ακόμα. Κανένα πρόβλημα δεν θα είχα και πάλι. Αυτή η δουλειά με τρέφει, με γεμίζει. Τα Χανιά επίσης με γεμίζουν… Εδώ ζω, εδώ επιβιώνω, εδώ “τρώω” τα χρήματα που βγάζω. Και έτσι θέλω να συνεχίσω.

zarpanews.gr

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Ακολουθήστε το ZARPANEWS.gr
στο Google News και στο Facebook