Εύβοια: «Μείναμε για να ξαναφτιάξουμε όσα χάσαμε» – Αγώνας επιβίωσης ανάμεσα στα καμένα

εύβοια-μείναμε-για-να-ξαναφτιάξουμε-1473767

Παρά τη μεγάλη καταστροφή, οι κάτοικοι της Βόρειας Εύβοιας συνεχίζουν την προσπάθεια να ξαναφτιάξουν όσα έχασαν

Αγωνία, αυτό είναι το συναίσθημα που μπορεί να περιγράψει καλύτερα από οποιοδήποτε άλλο το πώς νιώθουν οι κάτοικοι της Βόρειας Εύβοιας δέκα μήνες μετά την καταστροφική πυρκαγιά του περυσινού καλοκαιριού που κατέκαψε πάνω από 500.000 στρέμματα. Διακρίνεται στη φωνή τους που βγαίνει κοφτή, στα μάτια τους που ανήσυχα πεταρίζουν στον τόπο γύρω τους, στα χέρια τους που κινούνται σπασμωδικά, έχοντας μείνει άπραγα επί εβδομάδες, ενώ είχαν συνηθίσει να χουφτώνουν ελιές, να χαράσσουν πεύκα, να μαλάζουν τη γη, να αδράχνουν εργαλεία.

Παρά τους αρχικούς φόβους, ήταν μικρός ο αριθμός των ανθρώπων που εγκατέλειψαν την περιοχή προκειμένου να αναζητήσουν αλλού δουλειά. Το πείσμα τους, η αγάπη για τον τόπο τους, η αποφασιστικότητα να παλέψουν και η στήριξη που δόθηκε απλόχερα από ανθρώπους από όλη την Ελλάδα, από ιδιωτικούς φορείς και σε κάποιο βαθμό από την πολιτεία, τους κράτησε στις εστίες τους.

Το εισόδημα των επαγγελματιών όλων των κλάδων μειώθηκε δραματικά, οι περισσότεροι από όσους επλήγησαν από την πυρκαγιά έζησαν τον χειμώνα με επιδόματα, αποζημιώσεις, ενισχύσεις. Ωστόσο, η αγωνία που τους κατατρώγει είναι: Μετά τα επιδόματα, τι; «Πήραμε αποζημίωση για την παραγωγή της ρητίνης που χάθηκε.

Η αποζημίωση όμως δεν λύνει το πρόβλημα μιας οικογένειας που δεν είχε εισόδημα για σχεδόν όλο τον χειμώνα. Εγώ έχω σπίτι, δύο παιδιά που σπουδάζουν, καμένα όλα μου τα μηχανήματα, τις αποθήκες μου, τις ελιές, τα αμπέλια και φυσικά τα πεύκα», λέει ο Βαγγέλης Γεωργαντζής, πρόεδρος του Σωματείου Ρητινοκαλλιεργητών Δασεργατών Εύβοιας. «Τα χρήματα που πήραμε ήταν σταγόνα στον ωκεανό μπροστά στη ζημιά που πάθαμε».

Επτακόσιες οικογένειες ρητινοκαλλιεργητών ζούσαν από τις χιλιάδες πεύκα που έγιναν στάχτη τον περασμένο Αύγουστο στο Μαντούδι, στη Λίμνη, στις Ροβιές, στην Ιστιαία, στο Πευκί, στα Βασιλικά, στους Κουρκουλούς και αλλού – μόνο μια έκταση περίπου 100 στρεμμάτων σώθηκε, στα Ελληνικά. Από όλους αυτούς, περίπου 40 άνθρωποι εργάστηκαν στα αντιδιαβρωτικά έργα, λέει ο Βαγγέλης Γεωργαντζής, και άλλοι 60 στην υλοτόμηση.

«Εκατό άτομα από όλους τους συνεταιρισμούς απασχολήθηκαν στα έργα. Οι υπόλοιποι; Πώς έζησαν αυτοί οι άνθρωποι, αναρωτήθηκε κάποιος; Αυτοί επιβίωσαν μόνο με την επιδότηση, δεν δούλεψαν κάπου αλλού, γιατί, αν εργάζονταν κάπου αλλού, θα έχαναν την ιδιότητα του δασεργάτη και δεν θα μπορούσαν να ενταχθούν στο επταετές πρόγραμμα αποκατάστασης του δάσους που έχει καταρτίσει η κυβέρνηση για την απασχόληση των ρητινοκαλλιεργητών. Υπάρχουν λοιπόν άνθρωποι που έχουν μείνει άνεργοι επί δέκα μήνες. Αν δεν ξεκινήσει άμεσα το πρόγραμμα, το οποίο περιμένουμε μήνες τώρα, θα βγούμε στους δρόμους, δεν αντέχουμε άλλο», καταλήγει.

«Ελαιοπαραγωγή έπειτα από τέσσερα χρόνια»

Σε κατάσταση αναμονής βρίσκονται και οι ελαιοπαραγωγοί της περιοχής. Μέχρι στιγμής έχουν αποζημιωθεί μέσω του arogi.gr μόνο οι κατ’ επάγγελμα αγρότες, ενώ εδώ και λίγες εβδομάδες τα αρμόδια συνεργεία του ΕΛΓΑ κάνουν ελέγχους στα ελαιοπερίβολα και καταγράφουν την έκταση της ζημιάς στα ελαιόδεντρα.

Ο Γιάννης Παπακωνσταντίνου, κάτοικος Βασιλικών, μέτρησε περίπου 150 ολοσχερώς καμένα δέντρα ανάμεσα στα 600 που αποτελούσαν τον ελαιώνα του.

Με το πέρας του ελέγχου που διενεργεί ο ΕΛΓΑ θα προχωρήσει –μαζί με χιλιάδες ακόμη ελαιοπαραγωγούς– στα κατάλληλα κλαδέματα, ώστε να ξεκινήσει η ανάπτυξη των ελαιόδεντρων που σώθηκαν. «Φυσικά θα αργήσουμε να πάρουμε παραγωγή από αυτά τα δέντρα», λέει, «θα χρειαστούν τρία, τέσσερα, ίσως και περισσότερα χρόνια». Τα ποσά των αποζημιώσεων που έλαβε θα τα επενδύσει σε νέα δέντρα.

Μηδαμινή σοδειά

Στις Ροβιές, ο ελαιώνας που αριθμεί περί τα 70.000 ελαιόδεντρα, σε έκταση 3.500 στρεμμάτων, στέκεται ακόμα λαβωμένος. Ο Νίκος Βαλλής, πρόεδρος του Αγροτικού Συνεταιρισμού Ροβιών, που συγκεντρώνει και τυποποιεί σχεδόν το σύνολο της παραγωγής του ελαιώνα, αναφέρει ότι «χονδρικά ένα 10% των ελαιόδεντρων κάηκαν ολοσχερώς και σε ένα 30% κάηκε η κόμη τους, αλλά ξαναπέταξαν γιατί δεν έπαθε ζημιά ο κορμός». Η φετινή σοδειά ήταν μηδαμινή, λέει. «Το 2017 μαζέψαμε 600 τόνους πράσινης ελιάς και το 2021 μαζέψαμε 4 τόνους». Οπως ήταν αναμενόμενο, ο τζίρος του συνεταιρισμού, που έχει 130 μέλη και απασχολεί σχεδόν 40 άτομα –περίπου 30.000 ευρώ μηνιαίως καταλήγουν στο χωριό από τους μισθούς– συρρικνώθηκε σημαντικά.

«Το πρώτο πεντάμηνο του 2022 ο τζίρος έπεσε κατά περίπου 40% σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα του 2021 και το τελευταίο τρίμηνο του 2021 ήταν μειωμένος κατά 49% συγκρινόμενος με το αντίστοιχο διάστημα του 2020. Αυτό είναι δυσβάσταχτο για εμάς, δεν ξέρει κανείς πώς θα τα βγάλει πέρα, γιατί έχουμε πολλούς μήνες αβεβαιότητας μπροστά μας. Η νέα σοδειά θα συλλεγεί τον Σεπτέμβριο και ελπίζουμε έως τότε να πάνε όλα καλά, γιατί μεσολαβούν έκτακτα καιρικά φαινόμενα. Αν τη μαζέψουμε, η τυποποιημένη ελιά μας θα είναι έτοιμη προς διάθεση τον Ιούνιο του 2023. Μέχρι τότε τι θα κάνουμε;»

Αποζημίωση για την απολεσθείσα παραγωγή δεν έλαβαν, σημειώνει, παρότι έχουν καταθέσει σχετικό αίτημα. Θυμίζει δε ότι, εκτός των ελαιοπαραγωγών, εξαιρετικά δύσκολη είναι η θέση των ιδιοκτητών ελαιοτριβείων, οι οποίοι κράτησαν αναγκαστικά κλειστές τις επιχειρήσεις τους τον φετινό χειμώνα.

«Ήταν η πιο δύσκολη χρονιά της πενταετίας»

Με πολύ κόπο και προσωπικά έξοδα αγωνίστηκαν να επουλώσουν τις πληγές τους και οι μελισσοκόμοι της περιοχής. «Μετά τις πυρκαγιές, πολλά μελίσσια δεν κατάφεραν να επιβιώσουν και όσα το κατάφεραν ήταν πολύ αδύναμα, γιατί αφενός το καλοκαίρι ήταν πολύ ζεστό και τα είχε ταλαιπωρήσει και αφετέρου αποδιοργανώθηκαν από τον καπνό. Τα μελίσσια μετά την πυρκαγιά ήταν σε άθλια κατάσταση, δεν μπορέσαμε να πάρουμε παραγωγή και με πολύ μεγάλη προσπάθεια καταφέραμε αρκετά από αυτά να βγάλουν τον χειμώνα», τονίζει ο πρόεδρος του Συνεταιρισμού Μελισσοκόμων Ιστιαίας, Στάθης Αλμπάνης.

Υπήρξαν φορείς και ιδιωτικές εταιρείες που στήριξαν τους επαγγελματίες με μελισσοτροφές, δεν έλαβαν όμως αποζημίωση, σημειώνει, από την πολιτεία – μόνο οι μελισσοκόμοι που ήταν ασφαλισμένοι στον ΕΛΓΑ αποζημιώθηκαν. «Πολλοί επαγγελματίες στράφηκαν στη νομαδική μελισσοκομία, μετέφεραν τα μελίσσια τους στη Θεσσαλία, στη Νότια Εύβοια και αλλού και αναγκάστηκαν να επωμιστούν ένα μεγάλο κόστος. Γίνεται λοιπόν ολοένα και πιο δύσκολο να ζήσει κάποιος αποκλειστικά από αυτό το επάγγελμα», υπογραμμίζει ο πρόεδρος του Μελισσοκομικού Συλλόγου Εύβοιας, Τάσος Αξιώτης, ο οποίος προσθέτει ότι οι επαγγελματίες έχασαν και το εισόδημα που εξασφάλιζαν πωλώντας τα προϊόντα τους στους επισκέπτες της περιοχής.

Εργασίες κορμοδεμάτων

«Ήταν η πιο δύσκολη χρονιά της τελευταίας δύσκολης πενταετίας», σημειώνει ο δήμαρχος Ιστιαίας – Αιδηψού, Ιωάννης Κοντζιάς. «Στον δήμο μας, κάποιες δεκάδες άνθρωποι δουλεύουν στην κατασκευή των κορμοδεμάτων και των κορμοφραγμάτων, είναι μια μικρή ένεση τόνωσης στην οικονομία, αλλά καταλαβαίνετε ότι στις εργασίες των κορμοδεμάτων ή στην εντατική υλοτόμηση που γίνεται τώρα δεν μπορεί να βασίσει κάποιος το μέλλον του. Το πρόβλημα λοιπόν είναι ότι χάνεται η στήριξη στο όνειρο των ανθρώπων. Πρέπει να βρούμε άλλους τρόπους να στηρίξουμε την οικονομία του κάθε σπιτιού. Το μεγαλύτερο πρόβλημα αυτή τη στιγμή είναι ψυχολογικό και συναισθηματικό, γιατί κανείς δεν μπορεί να δει εύκολα το μέλλον του σε αυτό τον τόπο όταν έχει χαθεί η περιουσία του, το περιβάλλον, ο τρόπος ζωής του».

Ανεπίλυτο παραμένει ακόμη το πρόβλημα των καμένων σπιτιών, εξηγεί ο δήμαρχος Μαντουδίου – Λίμνης – Αγίας Άννας. «Στον δήμο μας είχαν ολοσχερώς καταστραφεί 300 ακίνητα και άλλα 300 είχαν χαρακτηριστεί “κίτρινα”· από αυτά έχουν φτιαχτεί μόνο δύο. Οι άνθρωποι πήραν μόνο τα χρήματα από το arogi.gr, για να φτιάξουν ξανά τα σπίτια. Για όσα όμως έχουν χαρακτηριστεί “κίτρινα”, παίρνουν 144 ευρώ το τετραγωνικό, δηλαδή για 100 τ.μ. παίρνουν 14.400 ευρώ. Για να το φτιάξουν, όμως, χρειάζονται πολύ περισσότερα».

Οι δωρεές σώζουν την κτηνοτροφία

Τον δικό τους αγώνα επιβίωσης έδωσαν το τελευταίο δεκάμηνο και οι κτηνοτρόφοι της περιοχής. Στο μικρό χωριό της Κερασιάς, από τα 950 αιγοπρόβατα που συντηρούσαν περίπου δέκα οικογένειες σώθηκαν μόλις 40. Κάποιοι προχώρησαν στην αγορά νέων ζώων (100-130 ζώα ο καθένας), τα οποία μπόρεσαν να θρέψουν ικανοποιητικά χάρη στις γενναιόδωρες δωρεές φορέων από την Ελλάδα αλλά και το εξωτερικό – η βόσκηση απαγορεύεται για τα επόμενα πέντε έως δέκα χρόνια.

Προχώρησαν επίσης σε επισκευή ή επανακατασκευή των μαντριών χρησιμοποιώντας πρώτες ύλες από δωρεές, τη χρηματική αποζημίωση που έλαβαν από τον ΕΛΓΑ αλλά και ό,τι μπορούσε να συνεισφέρει ο καθένας από τον οικογενειακό προϋπολογισμό. Η καταστροφή ήταν μεγάλη, ο πρόεδρος όμως της μικρής ορεινής κοινότητας, Δημήτρης Μαργαρίτης, εκτιμά ότι ήταν μια «καλή χρονιά, γιατί ο καθένας έφτιαξε τον στάβλο του όπως έπρεπε να είναι, πήραμε αποζημίωση για τα καμένα ζώα, τώρα περιμένουμε αποζημιώσεις για τις σταβλικές εγκαταστάσεις. Επίσης, εμείς που αγοράσαμε ζώα επιλέξαμε αυτά που κυοφορούσαν, οπότε γέννησαν και πουλήσαμε τα αρνιά το Πάσχα. Είναι επίσης σημαντικό ότι είχαμε όλο τον χρόνο δωρεάν ζωοτροφές, οπότε δεν χρωστούσαμε στους προμηθευτές».

Το στοίχημα του τουρισμού

Το μεγάλο στοίχημα αυτή την εποχή είναι φυσικά ο τουρισμός. «Το πλήγμα του περυσινού καλοκαιριού ήταν πολύ μεγάλο. Έπειτα από δύο χρόνια πανδημίας οι άνθρωποι περίμεναν να δουλέψουν για να καλύψουν οικονομικές υποχρεώσεις που είχαν συσσωρευθεί. Αυτό δεν έγινε. Επίσης, είχαν επενδύσει κάποια χρήματα για να ετοιμάσουν τις επιχειρήσεις τους, που υπολειτουργούσαν επί μια διετία, ενόψει της νέας σεζόν, οπότε μπήκαν κι άλλο μέσα», εξηγεί η Δόμηνα Χατζηαθανασίου, ιδιοκτήτρια τουριστικού πρακτορείου και ξενοδοχείου στο Πευκί.

Η εικόνα των κρατήσεων δημιουργεί, λέει, μια συγκρατημένη αισιοδοξία για το φετινό καλοκαίρι. Ελπίζει δε ότι οι Ελληνες θα αποφασίσουν να στηρίξουν το νησί, όπως έκαναν και τον περασμένο Σεπτέμβριο. «Ολοι φοβούνται μήπως δουν καμένη γη. Οχι, δεν είναι έτσι, υπάρχουν πολύ όμορφα μέρη να δουν, πολλές γωνιές να ανακαλύψει κανείς, ατελείωτες παραλίες για όλα τα γούστα, με άμμο, με βότσαλο, δάση που δεν έχουν καεί. Εχουμε καλό φαγητό, προσιτά καταλύματα, για όλα τα βαλάντια. Επίσης, η μετακίνηση είναι πολύ οικονομική. Το πιο σημαντικό είναι όμως ότι, ερχόμενοι εδώ και αφήνοντας τα χρήματά τους στα χωριά της Βόρειας Εύβοιας, από αυτά θα βγάλει το μεροκάματό του ένας σερβιτόρος, μια καθαρίστρια, ένα μικρό κατάλυμα, ώστε ο χειμώνας που έρχεται να είναι καλύτερος γι’ αυτούς τους ανθρώπους», σημειώνει.

Πηγή:kathimerini.gr

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Ακολουθήστε το ZARPANEWS.gr
στο Google News και στο Facebook