Ο άγνωστος Μητροπάνος: Νέο βιβλίο για τον σπουδαίο τραγουδιστή

ο-άγνωστος-μητροπάνος-νέο-βιβλίο-για-τ-200551

mitropanosΛόγια σταράτα, ραμμένα στα μέτρα μιας μεγάλης λαϊκής ψυχής, αλήθειες σκόρπιες που μαρτυρούν το σύμπαν, πράγματα μικρά που φανερώνουν το μεγάλο. Αλήθειες, δηλαδή, που ξέρει να χειρίζεται μοναδικά ο σεναριογράφος του βραβευμένου σκηνοθέτη Γιώργου Λάνθιμου, Ευθύμης Φιλίππου, και φανέρωσε ιδανικά στο βιβλίο που έγραψε για τον Δημήτρη Μητροπάνο – μια απέριττη αποκάλυψη για τις κρυφές στιγμές, τις συνήθειες και τον βίο του σπουδαίου ερμηνευτή.

Στο κομψό, λεπτεπίλεπτο δημιούργημα που πήρε τη μορφή βιβλίου το οποίο συνόδεψε την πενταπλή κασετίνα αφιερωμένη στον Δημήτρη Μητροπάνο με τον τίτλο «Κρυφά» βρίσκει κανείς όχι μόνο τα αληθινά λόγια των ανθρώπων που τον έζησαν και τον αγάπησαν όσο κανείς, αλλά και μια ιδανική έκφραση του τι σημαίνει να σε τιμούν μετά θάνατον: τα κείμενα είναι εξαίσια, η επιμελημένη έκδοση από τους mnp καλοδουλεμένη, το ίδιο και οι φωτογραφίες εστιασμένες σε τυχαίες αλλά σημαντικές λεπτομέρειες – όπως στον τρόπο που ύψωνε το χέρι του ο ίδιος ο Μητροπάνος κάθε φορά που τελείωνε ένα τραγούδι, σε μια φωτογραφία από κάποιο μακρινό του ταξίδι, σε μια αξέχαστη αγκαλιά.

Ο ίδιος ο Ευθύμης Φιλίππου, που ήδη έχει δώσει δείγματα δημοσιογραφικής γραφής από ανάλογες συνεντεύξεις που έκανε στη «Lifo», γράφει για το βιβλίο: «Το κείμενο του βιβλίου “Δημήτρη” δημιουργήθηκε μέσα από τις συζητήσεις με έντεκα ανθρώπους που έζησαν κοντά στον Δ. Μητροπάνο. Δεν πρόκειται για βιογραφία ή για ιστορικό ντοκουμέντο με ημερομηνίες και σταθμούς της πορείας του. Επίσης, δεν χαρακτηρίζεται από καμία αντικειμενικότητα και δεν είναι καθόλου αποστασιοποιημένο.

3dmitropanosΕίναι μια παράθεση σκέψεων και αναμνήσεων, χωρίς ψυχραιμία, με αυτονόητη τη συναισθηματική εμπλοκή όλων των συμμετεχόντων. Μίλησαν γι’ αυτόν άνθρωποι που έχουν φάει κεράσια από τα χέρια του, που έχουν πάει μαζί του στις δύσκολες μέρες της μεταμόσχευσης στο Παρίσι, που έχουν κολυμπήσει δίπλα του στη θάλασσα του Τύμβου στον Μαραθώνα ή σε παραπόταμους του Πηνειού, που του έχουν πετάξει φύλλα που δεν του έκαναν στην μπιρίμπα, που οδήγησαν το αμάξι του, άνθρωποι που τον φίλησαν, τον κράτησαν, γελάσανε μαζί του όταν ειπώθηκε κάποιο αστείο κάποιο βράδυ στον κήπο. Οπότε αυτό το κείμενο ας πούμε ότι αυτό που προσπαθεί να καταφέρει δεν είναι να αποτυπώσει, αλλά μόνο να περιγράψει ένα πολύ μικρό κομμάτι των ανθρώπων που μίλησαν από τη μία, του Δημήτρη, από την άλλη και της αγάπης ανάμεσά τους».

Στις συνεντεύξεις μιλούν οι δυο του κόρες, Αναστασία και Μυρσίνη, η γυναίκα του Βένια, κολλητοί του φίλοι, όπως ο Δημήτρης ο ηχολήπτης του – ανάκατα χωρίς σειρά, δίχως τίτλους και δίχως να διευκρινίζεται ποιος ακριβώς μιλά- ίσως γιατί τελικά σημασία έχουν οι στιγμές.

f3mitropanosΟι κόκκινες τιράντες

«Θυμάμαι στην πρόβα πολλές φορές όταν τελείωνε το τραγούδι σταύρωνε τα πόδια, λύγιζε λίγο τα γόνατά του, έβαζε τα χέρια και τράβαγε το ύφασμα του παντελονιού του στο πλάι και έκανε μια ανεπαίσθητη υπόκλιση, ξέρεις, σαν αυτή που κάνουν τα μικρά παιδιά. Θυμάμαι μια φορά σε μια πρωτοχρονιάτική εκπομπή ο ενδυματολόγος ήθελε να βάλει σε μένα και στον Σινάνη κόκκινες τιράντες. Εμείς δεν θέλαμε. Μπουζουξήδες με κόκκινες τιράντες. Ξεφτίλα. Ο ενδυματολόγος επέμενε, εμείς τις βγάλαμε. Τελικά πήγε ο Σινάνης, του το είπε ότι δεν θέλαμε και καθάρισε ο Δημήτρης. Θυμάμαι ότι όταν πήγα με τον Ευαγγελάτο στο Παρίσι να τον δούμε στο νοσοκομείο δεν ήταν στο δωμάτιο, αρχίσαμε να τον ψάχνουμε έξω και τον βρήκαμε με τις πιζάμες και ένα δερμάτινο μπουφάν από πάνω να κάθεται σε ένα τραπεζάκι και να καπνίζει. Θυμάμαι να μιλάμε καμιά φορά για τον Λεοντή ή για μπάλα. Τον αγαπούσε πολύ τον Λεοντή, το ξέρεις; Θυμάμαι να περπατάει και να έρχεται στη σκηνή. Αυτό το γαμημένο περπάτημα θυμάμαι. Αυτά. Τίποτε άλλο. Ή μάλλον όχι. Και κάτι άλλο. Ξέρεις, έκανε μια κίνηση με τον ώμο του περίεργη και πέταγε επίτηδες ένα κόκαλο στην πλάτη του. Μας το έκανε συχνά στην πρόβα. Γελάγαμε μετά».

6-3dmitropanoscdΟ χορός της Ρόζας

Κάθε κίνηση του σπουδαίου ερμηνευτή μετρούσε γιατί μέσα της χωρούσε συναισθήματα, ολάκερο το σύμπαν όπως φανερώνει το απόσπασμα που παρέθεσε ο Φιλίππου. Τον ένιωθε τον χορό, την πίστα στο ακέραιο, στην πολύτιμή της ακρίβεια: «Την πρώτη φορά που τον είδα να χορεύει στην πίστα ήταν την περίοδο που είχε αρρωστήσει η μάνα του. Καθώς χόρευε, το πρόσωπό του και οι κινήσεις του είχαν έναν σκοτεινό θυμό και μίσος. Δεν το ευχαριστιόταν καθώς χόρευε εκείνη τη μέρα, δεν ήταν χαλαρός. Χόρευε θυμωμένος και βαρύς. Κινούνταν σαν να είναι νευριασμένος ή στεναχωρημένος. Και κάθε φορά που τον έβλεπα έκτοτε να χορεύει τη Ρόζα, θυμόμουν πάντα εκείνη την πρώτη φορά και εκείνο τον βαθύ θυμό εκείνου του χορού εκείνης της ημέρας. Δεν εκνευριζόταν συχνά κι άμα εκνευριζόταν πολλές φορές το έκανε παρατηρώντας πράγματα. Λέξεις ή κινήσεις ή μορφασμούς».

«Στην πίστα ήταν σαν να του έφυγε μόλις το άλογο από τα πόδια. Σαν να είχε μπει με ένα άλογο κι αυτό κάτι είδε κι έφυγε κι έμεινε αυτός εκεί σαστισμένος κι ακίνητος. Δεν κουνιότανε».

Αλλά κι ο χορός του γάμου του -όπως μαρτυρά η γυναίκα του- ήταν μοναδικός, ιδιότυπος, ιδιόμορφος, εντελώς μητροπανικός:

f2mitropanos«- Στον γάμο σας δεν χορέψατε βαλς;  Οχι. Εκεί που το κάναμε δεν ήταν για να χορέψεις. Στις 26 Νοεμβρίου μου είπε να παντρευτούμε υποχρεωτικά μέχρι 31 Δεκεμβρίου, γιατί ο επόμενος ήταν δίσεκτος. Βλακείες. Λες και τα πίστευε αυτά. Η μοναδική μέρα που γινότανε -δούλευε στο Rex τότε- ήταν 30 Δεκέμβρη, που είχε ρεπό. Παντρευτήκαμε με ανοιχτό θρησκευτικό γάμο. Με νυφικό και τέτοια. Η πρώτη φορά που τον είδα μπροστά μου ήταν έξω από το γραφείο του Μάτσα και είπα μέσα μου: Κι αυτός εδώ; Οχι, ρε γαμώτο. Θυμάμαι και τι φόραγε εκείνη τη μέρα να σου πω.

-Τι φόραγε; Φόραγε ένα σακάκι πτι καρό μπεζ καφέ, ένα πουκάμισο, ένα πουλόβερ με γιακά V και ένα γκρι παντελόνι. Οταν άρχισε να μου την πέφτει, εγώ δεν το κατάλαβα. Οτι μου την πέφτει. Με ρώτησε: Θες να πάμε αύριο σε καμιά ντίσκο; Του είπα όχι και αν ήθελε να πάμε για κάνα φαΐ. Είπε οκέι και πήγαμε και φάγαμε ψάρια στο Πόρτο Ράφτη.

-Μετά; Μετά ερχόταν συχνά μετά τα πρωινά στην εταιρεία που δούλευα και έφερνε κρουασάν, γάλατα, καφέδες, γλυκά, δεν θυμάμαι. Και σε ό,τι εκδήλωση έκανε η εταιρεία ερχόταν κι αυτός. Κι ένα βράδυ στο Playboy στη Συγγρού, πάλι σε εταιρική εκδήλωση, μου είχε πετάξει τόσα πολλά λουλούδια που ήταν περίεργο. Ολοι μου λέγαν ότι με κυνηγάει, εγώ έλεγα όχι, ήμουν ηλίθια εν πάση περιπτώσει. Μια μέρα, όμως, μετά από μια πρεμιέρα του, έμεινα στη μάνα μου το βράδυ και το πρωί που σηκώθηκα σκέφτηκα πως θα ήταν ωραία να με πάρει τηλέφωνο. Τότε κατάλαβα ότι είχα αρχίσει να τον ψιλοερωτεύομαι. Και χτύπησε το τηλέφωνο στο σπίτι της μάνας μου και ήταν αυτός και μου είπε: Ελα, πάμε να φάμε το μεσημέρι στην Κηφισιά; Και πήγαμε στην Κηφισιά και φάγαμε και μου διηγήθηκε στο τραπέζι όλη τη στρατιωτική του θητεία. Εγώ, όπως φαντάζεσαι, δεν είχα πάει στο στρατό, οπότε δεν μίλαγα και μόνο άκουγα. Οταν φάγαμε, έπρεπε να φύγει, γιατί δούλευε και επειδή δεν μπορούσε να με γυρίσει σπίτι μου, πρότεινε να πάμε σπίτι του για να καλέσουμε ένα ταξί και να με πάρει. Πήγαμε σπίτι του, εγώ ένιωθα πολύ άβολα και στεκόμουν όρθια δίπλα στην πόρτα με την τσάντα μου σφιχτά με τα χέρια μου εδώ μπροστά. Δεν θα σε βιάσω, μου είπε, μη φοβάσαι, πήγε στο τηλέφωνο, κάλεσε ένα ταξί, με έβαλε και έφυγα. Ηταν πολύ συγκρατημένος στην αρχή και εγώ σκεφτόμουνα ότι, αν ποτέ καταφέρει να ανοιχτεί, είναι αυτός που θέλω. Και ανοίχτηκε στην πορεία. Μου έκανε πρόταση ένα πρωί που είχε γυρίσει από τη Γερμανία. Είχαμε τσακωθεί και δεν μιλάγαμε. Ηρθε στο σπίτι, του είπα ότι καλύτερα να το αφήσουμε και μετά ξαναήρθε την επόμενη μέρα και μου είπε να παντρευτούμε και του είπα ναι. Πάμε στους γονείς σου τώρα, μου είπε.

-Πάμε στους γονείς σου τώρα, σου είπε;  Πάμε στους γονείς σου τώρα, μου είπε. Ηταν εφτά η ώρα το πρωί. Δεν γίνεται τώρα, του είπα και με έβαλε να τους πάρω τηλέφωνο να τους το πω. Πέρασε η Μαργαρίτα να με πάρει να πάμε μαζί με το αμάξι στη δουλειά, άνοιξε την πόρτα και της είπε: Καλημέρα, η Βένια σήμερα δεν θα έρθει στο γραφείο. Γιατί; Γιατί; τον ρώτησε. Γιατί παντρεύεται, της απάντησε και την έδιωξε. Το βράδυ πήγα στους δικούς μου και ο μπαμπάς μου με ρώτησε αν το έχω σκεφτεί καλά αυτό που κάνω. Οχι, του είπα, μπαμπά δεν το έχω σκεφτεί καλά. Αλλά άμα δεν παντρευτώ αυτόν τον συγκεκριμένο άνθρωπο, εγώ δεν θα παντρευτώ ποτέ. Μετά από δέκα μέρες πήραμε με τον Δημήτρη λουλούδια και πήγαμε να τους γνωρίσει. Ηταν λίγο άβολο. Εντάξει, όχι πολύ, λίγο. Γνωρίστηκαν και μετά παίξαμε μπιρίμπα όλοι μαζί».

Οι ερμηνείες του

Και μετά χώρεσαν παντού τα πάντα – οι αγάπες, τα παιδιά, οι έρωτες, οι φίλοι, τα μπάνια στη θάλασσα, οι βουτιές στον αγαπημένο του Μαραθώνα σαν αυτές που έκανε με τους καλούς του φίλους που πρόσεχαν κάθε λεπτομέρεια, μύριζαν, έβλεπαν, κατέγραφαν «Κρυφά» στα σκοτεινά τις ερμηνείες του ή τις εμφανίσεις του στην πίστα – ή και τον ηχογραφούσαν χωρίς να το ξέρει.

033_RIA11-957618_3864Γράφει χαρακτηριστικά ο Ευθύμης Φιλίππου σε ένα απόσπασμα: «Το 2002, στο αριστερό του χέρι τα δάχτυλα ήταν σφιγμένα σαν γροθιά. Μόνο ο αντίχειρας και ο δείκτης ήταν χαλαροί και μερικές φορές ήταν τελείως τεντωμένοι. Στη χούφτα του υπήρχαν φορές που κρατούσε ένα λουλούδι και φορές που δεν κρατούσε τίποτα. Στο τραπέζι καθόμασταν εγώ, η Θεανώ, η Κατερίνα, ο Στέλιος και η Γιόλα. Μετά τη φράση “την ομορφιά σου δεν γνωρίσανε, ζωή την ομορφιά σου δεν γνωρίσανε” σήκωνε το αριστερό χέρι ψηλά, μετά το κατέβαζε, σήκωνε το χέρι με το μικρόφωνο, ο γιακάς του πουκαμίσου του στράβωνε και εμφανιζόταν ο δεξιός του ώμος, ύστερα έκανε ένα νεύμα με το κεφάλι σαν να λέει ευχαριστώ και έφευγε. Αναβαν κάτι φώτα δυνατά, κάποιοι σηκώνονταν όρθιοι, φορούσαν τα μπουφάν τους και τα παλτά τους, αφού με το χέρι τους προσπαθούσαν να διώξουν τα κολλημένα πέταλα των λουλουδιών από τα μανίκια και τις φούστες χωρίς να τα καταφέρνουν και τα γκαρσόνια μαζεύανε τους δίσκους με τα φιστίκια και τα λεφτά από τα τραπέζια, ενώ ακουγόταν πάντα στα ηχεία το ίδιο γαμημένο τραγούδι του Στινγκ, το Fragile, κι εμείς με μισόκλειστα μάτια, τυφλωμένοι από το φως και το ουίσκι και τη βότκα, με ένα ηλίθιο χαμόγελο ψάχναμε πορτοφόλια και κλειδιά. Κι αυτός μέσα στη μικρή πορτούλα πάνω δεξιά άλλαζε ρούχα, έβγαινε μετά, χαιρετούσε με το χέρι του κι έλεγε: Καληνύχτα, τώρα είστε κάτω από τριάντα πέντε χρονών και θα κοιμηθείτε καλά, αλλά σε λίγα χρόνια θα είστε σαράντα και πενήντα και εξήντα και θα έχετε αναγκαστεί να κόψετε το κάπνισμα για να κοιμάστε καλά».

protothema.gr

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Ακολουθήστε το ZARPANEWS.gr
στο Google News και στο Facebook