Νίκος Τσατσαρωνάκης: Tο «Μάννα» από τα Χανιά στα πέρατα του κόσμου

νίκος-τσατσαρωνάκης-tο-μάννα-από-τα-χ-341983

Μία από τις μεγαλύτερες και πιο υγιείς επιχειρήσεις των Χανίων συνεχίζει με σκληρή δουλειά και πίστη σε αυτό που κάνει χρόνια τώρα, έχοντας ξεφύγει εδώ και καιρό από τα όρια της Κρήτης. Η εταιρία «Το Μάννα – Τσατσαρωνάκη», μία οικογενειακή επιχείρηση που ξεκίνησε σαν ένας μικρός φούρνος στις αρχές της δεκαετίας του ’50, μετράει πια δεκάδες πεντανόστιμα προϊόντα που βρίσκονται στα ράφια των σούπερ μάρκετ όλης της χώρας. Ωστόσο για τον Νίκο Τσατσαρωνάκη, σημασία έχει ότι παραμένει μία δυνατή οικογενειακή επιχείρηση:

«Είμαι ευχαριστημένος», λέει στην «Καθημερινή«, ξεκινώντας την κουβέντα. «Η δουλειά πάει καλά, οι τρεις κόρες και οι γαμπροί μου εργάζονται μαζί μου. Η Ελένη και ο Κώστας Σπηλιώτης, που είναι εμπορικός διευθυντής, η Κατερίνα και ο Στέλιος Βλαχάκης, που είναι διευθυντής του εργοστασίου. Η μικρή μου, η Χαρά, είναι τεχνολόγος τροφίμων και σπουδάζει τώρα χημικός. Και αυτή εδώ θα έρθει μόλις τελειώσει. Αυτή είναι η ευχαρίστηση για μένα, από όταν έχασα τη γυναίκα μου, τη Μαρίκα, πριν από ενάμιση χρόνο. Εκείνη ήταν η ψυχή της επιχείρησης. Ήταν η δύναμή μας. Μαζί της τα έκανα όλα».

«Πώς το πουλείς το ψωμί, Χαρίτο; Με την οκά ΄Η με το μέτρο;»

«Γεννήθηκα ανήμερα Χριστούγεννα το 1940. Δύσκολα χρόνια. Πώς έκανε ο πατέρας μου το φούρνο, δεν ξέρω. Δεν ήταν φούρναρης. Εκείνα τα χρόνια ο καθένας ζύμωνε το ψωμί του, αλλά είχε την ιδέα. Ο φούρνος ξεκίνησε το 1952. Ο πατέρας μου ήταν άνθρωπος της εκκλησίας, έτσι βγήκε το όνομα ‘‘Μάννα’’». Ξεκινήσαμε όπως θα ζυμώναμε για το σπίτι μας. Μια Δευτέρα πρωτανάψαμε το φούρνο· μάλιστα τον άναψα εγώ για γούρι. Αλλά φούρναρης δεν ήταν. Oταν φουρνίζεις ψωμί, αν η κίνηση δεν είναι απότομη, το ψωμί μένει στο φτυάρι.

tsatsaronakis2Ο πατέρας μου δεν ήξερε και, τραβώντας το φτυάρι, έβγαζε μια φραντζόλα μακριά. ‘‘Χαρίτο’’, του έλεγαν, ‘‘πώς το πουλείς το ψωμί, με το μέτρο ή με την οκά;’’»Ξεκινήσαμε χωρίς ρεύμα, το ρεύμα ήρθε γύρω στο ’65. Μετά από μερικά χρόνια πήραμε μάστορα να μας μάθει να κάνουμε δυο-τρία πράγματα ακόμη. Εγώ έμαθα δίπλα στον μάστορα και ο πατέρας με έχρισε αποκλειστικά υπεύθυνο για το φούρνο. Υπεύθυνος από τη μια, αλλά από την άλλη κάθε βράδυ έδινα αναφορά».

Η Μαρίκα, που σαν κόκκινη κλωστή διατρέχει την ιστορία, γίνεται «αιτία» για τη γέννηση του κρίθινου παξιμαδιού: «Το κριθαρένιο παξιμάδι το ξεκίνησα το ’70 περίπου και το οφείλω και αυτό στη Μαρίκα, που είχε ένα πρόβλημα υγείας. Γυρίσαμε ένα σωρό γιατρούς. Και βρέθηκε ένα γιατρουδάκι, νέο παιδί, και μας είπε ότι πρέπει να τρώει κρίθινο ψωμί και παξιμάδια. Αυτό δεν νομίζω ότι το έχω ξαναπεί. Το κριθάρι, τότε, το θεωρούσαν τροφή για τα ζώα. Το ότι ζύμωνα κριθάρι και έβγαζα ένα σκούρο καφέ παξιμάδι θεωρήθηκε τρέλα, αλλά η γυναίκα μου έγινε καλά.manna1

Στην αρχή δεν ξέραμε πώς να το φτιάξουμε· δοκιμάζαμε, αλλά δεν φούσκωνε. Χίλιες προσπάθειες κάναμε για να το πετύχουμε, αλλά τελικά έγινε το σήμα κατατεθέν μας. Θέλησα να το δώσω στον Πειραιά, Δημητρίου Γούναρη 10 – πώς να το ξεχάσω, μετά τόσα χρόνια ακόμα θυμάμαι τη διεύθυνση. Φύγε, μου είπαν, οι Κρητικοί και τα γουρούνια το τρώνε αυτό. Και ήρθε η στιγμή που δικαιώθηκα. Μη με ρωτάτε πώς. Παίρνει κανείς μια απόφαση ‘‘επιχειρηματική’’ χωρίς να ξέρει το αποτέλεσμα. Το διαισθάνεται ή πιστεύει πολύ στο προϊόν του».

tsatsaronakis3«Ποτέ δεν έκανα έκπτωση στην ποιότητα και πάντα είχα στόχο, να βγάζουμε κανονικό ποσοστό κέρδους, όχι να υπερτιμολογούμε. Δεν έκανα ούτε 1 συν 1 δώρο, με στόχο το μάρκετινγκ. Προτιμούσα, αντί να αγοράζω ‘‘ράφια’’ και διαφημίσεις ή να δίνω φακελάκια, να τα δίνω εκεί που πιστεύω ότι χρειάζονται ή να τα επενδύω στην επιχείρηση».

Κάνοντας τα λόγια πράξη, ο Νίκος Τσατσαρωνάκης έχτισε προσφάτως ένα Πνευματικό Κέντρο στο Καστέλι, που εγκαινίασε ο ίδιος ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος. Είναι μια κυψέλη ζωής, μάθησης και διασκέδασης για τους νέους της περιοχής, που απέχει από τα συνήθως άψυχα και άδεια αντίστοιχα ιδρύματα.

  • Από φούρνος εργοστάσιο

«Ούτε κατάλαβα πώς έγινε. Με σκληρή δουλειά. Ηρθε εποχή που χρωστούσα σχεδόν σε όλους, αλλά ήμουν πάντα καλοπληρωτής, πάντα μία μέρα πριν. Σιγά-σιγά αγοράσαμε τα μηχανήματα, έφτασε στιγμή που η ζήτηση ήταν μεγαλύτερη από την παραγωγή. Μου ζητούσαν 100 κιλά και έβγαζα 50».

«Όλες τις αποφάσεις με τη γυναίκα μου τις πήρα. Και ήμαστε τυχεροί, προβλέπαμε σωστά. Αλλά δουλέψαμε. Ποτέ δεν δώσαμε χρήματα για ‘‘να κάνουμε τη δουλειά μας’’, ήμαστε πάντα νόμιμοι και δεν γίναμε ‘‘πελάτες’’ σε βουλευτικά γραφεία».

Ο Νίκος Τσατσαρωνάκης πρέπει να φύγει. Μας αναλαμβάνει ο εμπορικός διευθυντής Κώστας Σπηλιώτης. Το γραφείο του δεν θυμίζει σε τίποτα συνηθισμένα γραφεία στελεχών. Είναι ένας χώρος εργασίας γεμάτος συσκευασίες προϊόντων δικών τους και ανταγωνιστικών. Μπαίνουμε κατευθείαν «στο ψητό». «Τόσα πουλάμε, τόσα βγάζουμε, εκεί είμαστε πρώτοι, εδώ χρειαζόμαστε κάτι νέο». Μιλάει με ειλικρίνεια, δείχνει ότι δεν έχει τίποτε να κρύψει. Ρωτάει πώς μας φαίνεται αυτό το προϊόν και εκείνη η συσκευασία. Απαντάμε ότι δεν είμαστε ειδικοί. «Γι’ αυτό ακριβώς σας ρωτώ. Τους ειδικούς τούς συμβουλευόμαστε, αλλά δεν τους ακολουθούμε τυφλά. Βλέπετε ότι λεγόμαστε ακόμα ‘‘Το Μάννα’’ και το λογότυπό μας είναι το ίδιο τόσα χρόνια τώρα. Βεβαίως εξελισσόμαστε, ψάχνουμε το πιο σύγχρονο, αλλά δεν καταργούμε το ‘‘πρόσωπό’’ μας. Είμαστε ο Τσατσαρωνάκης, το Μάννα, η Κρήτη».to-manna

Η Ελένη και η Κατερίνα Τσατσαρωνάκη μάς μιλούν, για να τονίσουν με τη σειρά τους τη συνεισφορά της μητέρας τους στην εταιρεία, αλλά και τις αρχές ζωής που τους μετέδωσε. Η συζήτηση ξεφεύγει από τα επαγγελματικά, μιλούν δύο κόρες που έχουν χάσει τη μητέρα τους σε μια τρίτη με την ίδια εμπειρία.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Ακολουθήστε το ZARPANEWS.gr
στο Google News και στο Facebook