Η τραγική ιστορία της πρώτης Ελληνίδας ζωγράφου που μεταμφιέστηκε σε άνδρα για να σπουδάσει

η-τραγική-ιστορία-της-πρώτης-ελληνίδα-589103

Η Ελένη Μπούκουρα Αλταμούρα γεννήθηκε το 1821, τη χρονιά της επανάστασης των Ελλήνων, στις Σπέτσες. Ηταν κόρη του καπετάν Γιάννη Μπούκουρα, του μετέπειτα πρώτου θεατρώνη της Αθήνας.

Το Αλταμούρα ήταν το επίθετο του άντρα της ο οποίος είχε ελληνικές ρίζες.

Η Ελένη ξεχώριζε από τα υπόλοιπα αδέρφια της (ένα αγόρι και δύο κορίτσια) και αυτό ήταν κάτι το οποίο ο πατέρας της παρατήρησε από νωρίς.

Αν και η κοινωνία των Σπετσών ήταν τότε πολύ συντηρητική, η οικογένεια της Ελένης αποτελούσε λαμπρή εξαίρεση. Θέλοντας ο Μπούκουρας να λάβουν τα παιδιά του την καλύτερη δυνατή μόρφωση, εγκατέλειψε με την οικογένειά του το αγαπημένο του νησί και μετακόμισε στο Ναύπλιο. Εκεί, έστειλε τα παιδιά σε γαλλικό σχολείο και όταν τα ίδια και οι ανάγκες τους μεγάλωσαν, ο προοδευτικός καπετάν Γιάννης βρέθηκε στην Αθήνα.

Γράφτηκε με την αδερφή της στο Παρθεναγωγείο στην αυλή του οποίου έστησε ένα πρόχειρο ατελιέ και με τα αποκέρια που έκλεβε ζωγράφιζε μια-μια τις συμμαθήτριές της στα διαλείμματα. Στις περισσότερες περιπτώσεις ο αυστηρός πατέρας θα απαγόρευε στην κόρη του να ακολουθήσει την καρδιά και το ταλέντο της σε μια εποχή που ήθελε τις γυναίκες σεμνές συζύγους, καλές νοικοκυρές και αφοσιωμένες μητέρες. Ο καπετάν Γιάννης όμως το μόνο που ήθελε ήταν να ανοίξουν τα παιδιά του τα φτερά τους και να πετάξουν. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι αυτός έχτισε το «Θέατρο Μπούκουρα», το πρώτο θέατρο στην Αθήνα (Το γκρέμισαν μετά από χρόνια και στη θέση του απέμεινε η γνωστή και ως «Πλατεία Θεάτρου»).

Για να διευρύνει τους ορίζοντές της κόρης του, ο Μπούκουρας, προσέλαβε τον ζωγράφο Ραφαέλο Τσέκολι και σύντομα ξεκίνησαν τα ιδιαίτερα μαθήματα στο σπίτι. Ο έμπειρος Ιταλός έδωσε στην Ελένη ό,τι μπορούσε, αλλά το ταλέντο της νεαρής δεσποινίδας, τον ξεπερνούσε. Ετσι, της πρότεινε να πάει να σπουδάσει με τους καλύτερους δασκάλους στη Μέκκα των Τεχνών. Τη Ρώμη. Υπήρχε ωστόσο ένα μεγάλο και αξεπέραστο τότε πρόβλημα. Η Ελένη Μπούκουρα ήταν γυναίκα και στις ακαδημίες δεν δέχονταν γυναίκες, καθώς το γυμνό σώμα ήταν απαγορευμένο για το γυναικείο φύλο. 

Την Ελένη όμως, δεν θα τη σταματούσε τίποτα. Ηταν αποφασισμένη να πάει στην Ιταλία για σπουδές, όποια θυσία και αν έπρεπε να κάνει. Και θυσίασε την γυναικεία της ύπαρξη. Μιας και τα χαρακτηριστικά της δεν πρόδιδαν κάποιο χυμώδες θηλυκό, αποφάσισε να ντυθεί με ανδρικά ρούχα, να κόψει τα μαλλιά της και να πείσει τους Ιταλούς καθηγητές ότι είναι άλλο ένα αγόρι από την Ελλάδα, με όνειρα για το μέλλον. Το 1848, η Ελένη με τον πατέρα της και μια αρρενωπότητα που ξεχείλιζε, από τα κακοφορεμένα μπατζάκια της, έφτασαν στη Ρώμη.

Με το ψευδώνυμο Χρυσίνης Μπούκουρας, κατάφερε να γίνει η πρώτη γυναίκα που παραβίασε το καλλιτεχνικό άβατο της εποχής. Φοίτησε σε διάφορες σχολές για να καταλήξει στο εργαστήρι του ζωγράφου και γαριβαλδινού επαναστάτη Φραντσέσκο Σαβέριο Αλταμούρα στη Νάπολη. Τους δύο «άνδρες» συνέδεσε αρχικά μια αγνή φιλία. Η ταυτότητα της Ελένης αποκαλύφθηκε όταν ως «σπουδαστής» παρευρέθηκε σε μια γιορτή. Εκεί συνάντησε μια Ελληνίδα, η οποία απήγγειλε ένα ελληνικό ποίημα. Η Ελένη μη μπορώντας να ελέγξει τη νοσταλγία που ένιωθε για την πατρίδα, έπεσε στην αγκαλιά της νεαρής κοπέλας. Λίγο πριν τη λιντσάρει το πλήθος,αναγκάστηκε να αποκαλύψει ποια είναι.

 Ο Αλταμούρα ξαφνιασμένος από την αποκάλυψη αλλά και το πάθος της Ελένης για τη ζωγραφική, την ερωτεύτηκε και έκανε μαζί της τρία εξώγαμα παιδιά. Τον Ιωάννη, τη Σοφία και τον Αλέξανδρο. Για να παντρευτούν, χρειάστηκε η Ελένη να ασπαστεί τον καθολικισμό. Και ενώ όλα έδειχναν ότι τίποτα δεν θα τάραζε την οικογενειακή ζωή τους, η απρόσμενη άφιξη μιας Αγγλίδας που έγινε και φίλη της ζωγράφου, έμελλε να αλλάξει όλη της τη ζωή. Το 1857 ο Αλταμούρα την εγκατέλειψε κι έφυγε με την Τζέιν Χέυ, παίρνοντας μαζί του τον μικρότερο γιο τους Αλέξανδρο.

Η ζωή της πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Μόνη με τον Ιωάννη και τη Σοφία, σε μια ξένη χώρα, η Ελένη αποφάσισε ότι ήρθε η στιγμή να επιστρέψει στην Ελλάδα. Πήρε τα παιδιά και κάποια λιγοστά πράγματα και γύρισε στην Αθήνα, στο σπίτι του πατέρα της. Για να σταθεί οικονομικά, κάνει μαθήματα ζωγραφικής σε κοπέλες (μεταξύ των οποίων και τη βασίλισσα Ολγα). Εκείνη την εποχή το ταλέντο του γιου της Ιωάννη αρχίζει να γίνεται γνωστό και με υποτροφία του βασιλιά Γεώργιου Α’, ο φέρελπις ζωγράφος πήγε στην Κοπεγχάγη, όπου συνέχισε τις σπουδές του στο πλευρό του ζωγράφου Καρλ Φρέντερικ Σόρενσεν.
Στην Ελλάδα όμως τα πράγματα δεν είναι καθόλου καλά για την Ελένη. Ο καπετάν Γιάννης πεθαίνει και η κόρη της Σοφία αρρωσταίνει. Φυματίωση, είπαν οι γιατροί, οι οποίοι τη συμβούλευσαν να στείλει το νεαρό κορίτσι στην εξοχή. Η ζωγράφος ακολούθησε τη συμβουλή και έφυγε με την άρρωστη Σοφία για τις Σπέτσες. Εκεί η ζωή είναι πιο ήρεμη, αλλά η Σοφία χειροτερεύει και τελικά πεθαίνει βυθίζοντας στο πένθος τη μητέρα της. Ηταν μόλις 18 ετών, ενώ η Ελένη 51.

Αν και ο Ιωάννης επέστρεψε για να της απαλύνει τον πόνο, αυτό που ακολούθησε ήταν και το μεγαλύτερό της χτύπημα. Δύο χρόνια μετά την επιστροφή του, πέθανε και αυτός από φυματίωση.

Η θλίψη, ο πόνος, το πένθος, οδήγησαν την Ελένη σε μονοπάτια του μυαλού της που ποτέ δεν είχε ξαναδιαβεί. Μετά από μια έντονη κρίση, έβαλε φωτιά στην αυλή του σπιτιού της και έκαψε τα πιο ωραία έργα της.

Εζησε στις Σπέτσες το υπόλοιπο της ζωής της. Απομονωμένη, πέθανε στις 19 Μαρτίου του 1900. 

bovarygr

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Ακολουθήστε το ZARPANEWS.gr
στο Google News και στο Facebook