«Για μένα, μωρέ, κλαίτε; Δεν αφήνετε λέω ΄γω τις μαλακίες;»

για-μένα-μωρέ-κλαίτε-δεν-αφήνετε-λέω-101857

sirigosΦοβόμουν ότι θα σηκωθεί πάνω και θα πλακώσει όλους στις κλωτσιές.

«Για μένα, μωρέ, κλαίτε; Δεν αφήνετε λέω γω τις μαλακίες; Έζησα όπως ήθελα και έφυγα όπως ήθελα, με τους δικούς μου όρους. Για αυτούς που νόμιζαν ότι θα με έβαζαν κάτω να κλάψετε, όχι για μένα».

Και τώρα δα, σαν να τον βλέπω, να διαβάζει από ψηλά τα αφιερώματα που γράφτηκαν για τη ζωή του και να καγχάζει. «Μα, είναι για να γελάει κανείς…».

Πράγματι. Είναι για να γελάει κανείς. Συγκινήθηκαν, δήθεν, με τον θάνατό του αυτοί που τον καθύβριζαν και τον θεωρούσαν εχθρό. Έχυσαν κροκοδείλια δάκρυα οι ορκισμένοι του αντίπαλοι, οι στόχοι του, οι επιστήθιοι εχθροί. Και μόλις έκλεισαν οι πόρτες, άνοιξαν σαμπάνιες.

Δεν θα έχουν πλέον αγκάθι στα πλευρά τους. Δεν θα τρέχουν κάθε λίγο στα δικαστήρια.

Δεν θα τρέμουν μη τυχόν επιστρέψει στην Ελευθεροτυπία και ξαναρχίσει τις αποκαλύψεις.

Δεν θα χρειαστεί να απαντήσουν στις ερωτήσεις του αδιάκριτου εισαγγελέα.

Δεν θα αναγκαστούν να στείλουν ξανά τραμπούκους με μαχαίρια και σιδερογροθιές στην Καλλιθέα.

Έμειναν δήθεν νικητές να αλωνίζουν ανενόχλητοι, να πανηγυρίζουν που κλειδώθηκε στο χρονοντούλαπο η κληρονομιά του μουσάτου. Και να ξεκαρδίζονται στα γέλια. Μα, είναι για να γελάει κανείς.

Τα «συριγόπαιδα» της πιάτσας, οι λίγοι που είχαν την τιμή να τον αποχαιρετήσουν από κοντά χθες το πρωί στο κοιμητήριο της Αναστάσεως στο Κερατσίνι, ξεπροβόδισαν τον Φίλιππο με κείμενα βγαλμένα μέσα από την ψυχή: ο Άρης Λαούδης, ο Βασίλης Σκουντής, ο Γιάννης Φιλέρης, ο Δημήτρης Καρύδας, ο υποφαινόμενος. Και με δάκρυα ζεστά, σαν να χάσαμε τον δεύτερο πατέρα μας.

Παραέξω, όμως, μακριά από το οπτικό πεδίο όσων των γνώρισαν από κοντά, ο Φίλιππος Συρίγος παρουσιάστηκε ως ο σπήκερ του ’87, ο άνθρωπος που έβαλε την πορτοκαλί μπάλα στα σπίτια μας, ο αθυρόστομος γενειοφόρος γκουρού του μπάσκετ, με τις θρυλικές ατάκες και τα παροιμιώδη ξεσπάσματα. Σχεδόν ως γραφικός.

Αυτός ήταν μωρέ που μας έκανε να κλαίμε; Ένας χαρισματικός σπήκερ που έκανε καταπληκτικές περιγραφές αγώνων μπάσκετ; Τα κόκκινα γυαλιά, «η πρόκριση στα χέρια του τίμιου γίγαντα» και το «όχι τρίποντο»;

Όχι. Δεν ήταν αυτός ο Συρίγος.

Το μπάσκετ ήταν ένα προσωπικό του στοίχημα, που χάρη στη συγκυρία –και στην προσωπική του συμβολή- εξελίχθηκε σε μπίζνα, γιγαντώθηκε, ξεπέρασε τα σύνορα της Ελλάδας και έγινε το πλέον ποιοτικό εξαγώγιμο προϊόν της χώρας.

Το σημαντικότερο κληροδότημα του Συρίγου δεν είναι η εκτόξευση του μπάσκετ, αλλά η προσφορά του στην ασυμβίβαστη και αδέσμευτη δημοσιογραφία. Ηταν, θα πουν πολλοί, ο τελευταίος των αρσενικών δημοσιογράφων.

Στην εποχή που οι περισσότεροι αρμενίζουν με σημαία ευκαιρίας και ασκούν δημοσιογραφία διαπλεκόμενη ή περιορισμένης ευθύνης, ο Συρίγος κρατούσε με επιμονή -μιλώντας και γράφοντας τέλεια ελληνικά- το «Δέλτα» κεφαλαίο. Ηταν, σκέφτηκα, ο μεγάλος αιρετικός του ελληνικού Τύπου.

Και αυτό το τελευταίο, όμως, άκυρο ακούγεται. Δεν έκανε ο Συρίγος λάθος που δεν ήταν σαν εμάς. Εμείς κάνουμε λάθος, που δεν είμαστε σαν αυτόν.

Όταν η βαθιά νυχτωμένη κοινή γνώμη πανηγύριζε για την ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων, ο Συρίγος προειδοποιούσε για τον κίνδυνο οικονομικής και κοινωνικής χρεωκοπίας και έδειχνε με το δάχτυλο αυτούς που πανηγύριζαν κραδαίνοντας χρυσά κουτάλια.

Όταν οι υπερπατριώτες της εξέδρας έπαιρναν το μέρος του Κεντέρη και της Θάνου, ο Συρίγος αποκάλυπτε το προσχεδιασμένο του ατυχήματος. Ημουν κι εγώ στο γραφείο τη στιγμή που έφτασε η πληροφορία στα έκπληκτα αυτιά του: «Μαλάκες, δεν θα το πιστέψετε αυτό που θα σας πω».

Όταν ο Κόκκαλης χόρευε αγκαλιά με την κυβέρνηση χαιρετίζοντας τη σκανδαλώδη παραχώρηση του Σταδίου «Κοκκαλισκάκη», ο Συρίγος έβγαζε τη φόρα στη σύμβαση και άνοιγε το καπάκι στον υπόνομο της διαπλοκής.

Όταν οι αυλικοί της Γιάννας παρίσταναν τους αφιλοκερδείς και αλτρουιστές υπηρέτες του Ολυμπιακού οράματος, ο Συρίγος έριχνε τους προβολείς στη σκοτεινή Οctagon, χωρίς μάλιστα να πτοηθεί από την παρουσία προσωπικού του φίλου στην υπόθεση.

Όταν ο παροιμιώδης μέσος ανθρωπάκος αισθανόταν υπερήφανος για το διπλό θαύμα της άρσης βαρών και του στίβου, ο Συρίγος άνοιγε ανελέητο μέτωπο με το ντόπινγκ και τους Ελληνες αρχιερείς του.

Ο Συρίγος τα έβαλε με τον Κόκκαλη, με τον Βαρδινογιάννη, με τον Σαλιαρέλη, με την Αγγελοπούλου, με όλους. Στην υπόθεση Κιάππε πλανήθηκε από την πανουργία ενός απατεώνα, αλλά η καλή του πρόθεση είναι υπεράνω αμφισβήτησης. Βρέθηκε στα δικαστήρια αμέτρητες φορές και κέρδισε πολύκροτες δίκες που θα μπορούσαν να κατακρημνίσουν την προσωπική του αξιοπιστία και την ίδια την ύπαρξη της εφημερίδας (Ελευθεροτυπία) που επί 25 χρόνια υπηρέτησε.

Όταν θρασύδειλοι φονιάδες του έστησαν καρτέρι θανάτου και τον έστειλαν στο κατώφλι του Άδη, οι ώρες έξω από την εντατική περνούσαν με ατελείωτες μαντεψιές. «Ποιο από τα ανοιχτά του μέτωπα θα αναλάβει την ευθύνη για την απόπειρα δολοφονίας;»

Ολοι έκαναν το κορόιδο και δήλωσαν βαθιά συγκινημένοι για το δράμα του ανδρός. Μερικοί ύποπτοι τον επισκέφτηκαν και στο νοσοκομείο. Το θράσος δεν έχει τέλος.

Στην κηδεία, όμως, δεν εμφανίστηκε κανένας από δαύτους. Φρόντισε για αυτό η οικογένεια, η οποία κράτησε τον θάνατο κρυφό επί 24 ώρες (από το βράδυ του Σαββάτου μέχρι το βράδυ της Κυριακής), το δε μυστήριο μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.

Ας πάνε αλλού οι μεγαλόσχημοι για να κάνουν τη λεζάντα τους και για να στήσουν την παράστασή τους. Αυτοί που αγάπησαν τον Συρίγο με τον θάνατό του, ας καθαρίσουν αλλού τα κρεμμύδια που προκαλούν τεχνητά δάκρυα.

Το φάγαμε, όμως, το τρίποντο, Φίλιππε. Δεν το γλιτώσαμε αυτή τη φορά.

Λένε ότι στην κηδεία του καλού δημοσιογράφου δεν κλαίει κανείς. Δεν είναι αλήθεια. Στην κηδεία του καλού δημοσιογράφου, κλαίνε αυτοί που καταλαβαίνουν πόσο σημαντικό είναι για την κοινωνία να υπάρχουν καλοί δημοσιογράφοι. Οι υπόλοιποι, απλώς γελάνε.

 

Πηγή: gazzetta | Γράφει ο Νίκος Παπαδογιάννης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Ακολουθήστε το ZARPANEWS.gr
στο Google News και στο Facebook